Άγγελε ,
Δε μπορεί , θα υπήρχε μια πλατεία άγνωστη μας,
κι εκεί πέρα σ’ ανείπωτο τάπητα επάνω,
οι εραστές θα έδειχναν ό,τι εδώ δε δύνονται ποτέ να κατορθώσουν :
τα τολμηρά σχήματα της καρδιάς στην ανάτασή της,
τους πύργους τους, από χαρά οικοδομημένους,
τις σκάλες τους που για καιρό πολύ,
όπου τα έδαφος πάντοτε έλειπεν, η μια στην άλλη επάνω τρεμάμενες στηρίζονταν μονάχα ,– και μονάχα, μπρος στον κύκλο των θεατών, αθόρυβοι νεκροί, αναρίθμητοι, θα το ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ :
θα ‘ριχναν άραγε αυτοί , τότε, τα στερνά, τα φυλαγμένα πάντα,
πάντα κρυμμένα , που εμείς αγνοούμε,
αιώνιας αξίας νομίσματα της ευτυχίας μπρος στο ζευγάρι
που αληθινά χαμογελά, επιτέλους,
στον τάπητα επάνω τον ησυχασμένο ;