Νύσταξες, τ’ αποτσίγαρο στο χέρι σου. Η ώρα, τρεις.
Απομεινάρια οι ενοχές πλάι στων χειλιών την άκρια.
Λευκές οι αισθήσεις. Ψίθυροι σιωπής, μιας προσευχής
...ξόρκιζαν και μυρώνανε κάθε στοιχειό απ’ τα δάκρυα.
Λούζεσαι. Ανθός και νίβεσαι σ’ ένα ξυράφι φως.
Κρεμάστηκε από των χειλιών το φίλημα η ευχή σου.
Χώρεσε ο χρόνος μια ρωγμή και μου ‘γινες σοφός.
Βαρέθηκα τους στοχασμούς και την παράκρουσή σου.
Ξάγρυπνος είμαι. Φίλα με. Προβάρω τ’ απεχθές.
Η φλέβα ράγισε από χθες χολή κι άλλη δεν έχω.
Ζεις μες σε κέλυφος σκορπιού που κατοικούσα χθες.
Ξέρω σημάδι. Ρίξε μου, κι εγώ θα σε προσέχω.
Χίλια στιλέτα το κορμί. Θα σε ντυθώ ξανά.
Εγώ. Που εσένα σκέπασα την άδεια μου τη σφαίρα.
Ξημέρωσε. Ας πληρωθώ. Τα όνειρα ακριβά…
Θέλω, στη μέθη της αυγής. Έλα, μιαν άλλη μέρα…
Γιώργος Μανέτας