Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Έντεκα λεπτά-Paulo Coelho (απόσπασμα)

                              painting by Alex Alemany-Valencia

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πουλί.Στολισμένο με δυο τέλειες φτερούγες και λαμπερό, χρωματιστό και υπέροχο φτέρωμα.Ήταν δηλαδή ένα ζώο φτιαγμένο για να πετάει ελεύθερο και να αιωρείται στον ουρανό,δίνοντας χαρά σε όποιον το παρατηρούσε.
Μια μέρα μια γυναίκα είδε το πουλί και το ερωτεύτηκε. Έμεινε να κοιτάζει το πέταγμά του με το στόμα ανοιχτό από τη σαστιμάρα., με την καρδιά της να γοργοχτυπάει και τα μάτια της να λάμπουν από συγκίνηση. Την κάλεσε να πετάξει μαζί του και ταξίδεψαν μαζί στον ουρανό μέσα σε απόλυτη αρμονία. Η γυναίκα, θαύμαζε, υμνούσε και λάτρευε το πουλί.
Αλλά τότε σκέφτηκε..μπορεί να θέλει να γνωρίσει μακρινά βουνά!Κι η γυναίκα αισθάνθηκε φόβο.Φόβο μην το ξανανοιώσει πια αυτό με άλλο πουλί. Κι αισθάνθηκε φθόνο για την ικανότητα του πουλιού να πετάει.
Και αισθάνθηκε μοναξιά.
Σκέφτηκε΅θα στήσω μια παγίδα.Την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί, δεν θα ξανφύγει.
Το πουλί, που ήταν κι αυτό ερωτευμένο, επέστρεψε την επόμενη μέρα, έπεσε στη παγίδα και κλείστηκε στο κλουβί.
Κάθε βράδυ η γυναίκα το κοιτούσε.Ήταν το αντικείμενο του πόθου της και το έδειχνε στις φίλες της που σχολίαζαν.."Μα εσύ τα έχεις όλα!"..
Όμως άρχισε να γίνεται μια παράξενη μεταμόρφωση:αφού ήταν δικό της και δεν χρειαζόταν να το κατακτήσει, έχασε το ενδιαφέρον της..
Εκείνο χωρίς να μπορεί να πετάξει και να εκφράζει το νόημα της ζωής του, άρχισε να μαραζώνει, να χάνει τη λάμψη του, να ασχημαίνει-και η γυναίκα δεν του έδινε πια την προσοχή της, μόνο το τάιζε και φρόντιζε το κλουβί του.
Μια ωραία μέρα το πουλί πέθανε.
Η γυναίκα λυπήθηκε πολύ και το σκεφτόταν συνέχεια. Αλλά δεν θυμόταν το κλουβί, θυμόταν μόνο την ημέρα που το είδε για πρώτη φορά να πετάει ευχαριστημένο μέσα στα σύννεφα.
Αν παρατηρούσε τον εαυτό της θα ανακάλυπτε ότι αυτό που τη συγκινούσε τόσο πολύ ήταν η ελευθερία του, η ενέργεια που εξέπεμπαν οι φτερούγες του κι όχι το ίδιο του το σώμα.

Χωρίς εκείνο πια κι η δική της ζωή έχασε το νόημά της κι ο θάνατος ήρθε να χτυπήσει την πόρτα της.. 
"Γιατί ήρθες;", τον ρώτησε.
"Για να μπορέσεις να ξαναπετάξεις μαζί του στα ουράνια", αποκρίθηκε ο θάνατος. .." Αν το είχες αφήσει να φύγει και πάντα να επιστρέφει, θα το αγαπούσες και θα το θαύμαζες ακόμα περισσότερο.Τώρα όμως χρειάζεσαι εμένα για να το ξαναδείς.."

απόσπασμα από το μυθιστόρημα ΕΝΤΕΚΑ ΛΕΠΤΑ, εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ
σελ:267-268