ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Νά ’ρθεις ἀπόψε, Ἄγγελε·
ἔκπτωτος
ἀπ’ τὴ ρουτίνα τῆς μακαριότητας.
Θυμᾶσαι;
Προτοῦ φυτρώσουν στὴν πλάτη σου φτερὰ
εὐχόμασταν γιὰ κάποιο θαῦμα.
Νά ’ρθεις μὲς στὶς ἅγιες λέξεις
…τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν…
νὰ σκεπάσεις τὴν πόλη μας μὲ ὁμίχλη.
Τὰ μέγαρα νὰ προσκυνᾶνε,
ἡ νύχτα εὐχὲς νὰ ψιθυρίζει,
μιὰ προσευχὴ βγαλμένη ἀπὸ σκοτάδι
κι ἐσύ, Ἄγγελε,
νὰ ἑτοιμάζεις μυστικὰ τὸ θαῦμα
γιὰ ἕνα φίλο σου παλιό.
Θαῦμα, Ἂγγελε, συσκότιση
στὶς κοσμικὲς λεωφόρους.
Μιὰ νύχτα μυσταγωγίας καὶ κατάνυξης
γιὰ τὴν ἀνήσυχη ψυχὴ τῆς Σαλονίκης.
Νὰ ξεθαρρέψουν κι οἱ ἀπόκοσμοι
ποὺ ξεκολλᾶνε τὶς νύχτες ἀπ’ τὰ ποιήματα
κι ἐνσωματώνονται σὲ σκοτεινὲς γωνιές.
Μιὰ νύχτα γιὰ τοὺς ἀνυπεράσπιστους δρόμους
ποὺ γερνᾶνε
κάτω ἀπὸ εἰσβολεῖς προβολεῖς
ποὺ ἀλύπητα σκοτώνουν τὸ σκοτάδι
καὶ προδίδουν.