Ι
Μετατόπιζε το αγριοπούλι πιτ-πιτ πάνω στους βράχους την αλήθεια
Μες στις γούβες τ' αρμυρό νερό τλιπ-τλιπ όλο τσιμπολογούσε
Κάτι κάτι Κάτι πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει
Μα την πίστη μου άγιασα να περιμένω
Πέταξα γένι καλογερικό που όλο χάιδευα κι έξυνα
Κάτι κάτι Κάτι άλλο να βρεθεί
Κάποια φορά το πήρ' απόφαση
Τράβηξα έτσι όπως τραβάς μια βάρκα στη στεριά τον άνθρωπο από μέρος που να βλέπεις μέσα του
-Ε ποιος είναι αυτός;- Ο φονιάς που πέρασε - Κι ο τόσος σαματάς
γιατί;-Το γεράκι το γεράκι φτάνει έφτασε - Καλά και ποιος ορίζει εδώ;
- Ούτις Ούτις - Δεν άκουσα ποιος λέει;
Αλλά κιόλας λιγόστευαν τα λόγια Τι να πεις πια Τέτοια η αλήθεια.
ΙΙ
Τέτοια η αλήθεια Όταν αποτραβήχτηκαν τα λόγια τι να πεις πια
φάνηκε περιτριγυρισμένο κυπαρίσσια σαν παλιό υποστατικό το πέλαγος
Καθισμένη στα ρηχά μια γυναίκα πέτρινη κει που χτενίζονταν
απόμεινε με το χέρι της ψηλά στον αέρα Δυο βαπόρια πέρα ταξιδεύανε
όλο καπνούς δίχως να προχωράνε Και παντού στις βρύσες
και στα δεντρολίβανα εκμυστηρευμένο ένα πάτερ ημών που ανέβαινε
πριχού σπάσει σε δρόσο
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς εγώ που αγάπησα εγώ που τήρησα
το κορίτσι μου σαν όρκο που 'φτασα να πιάνω τον ήλιο απ' τα
φτερά σαν πεταλούδα Πάτερ ημών
Μ' ένα τίποτα έζησα.
III
Μ' ένα τίποτα έζησα Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε Σ' ενός
περάσματος αέρα ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ' αυτιά μου φχιά
φχιού φχιού εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα Τι γυαλόπετρες
φούχτες τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας
Κάτι κάτι Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο
σχήμα του Αρχαγγέλου Παραλαλούσα κι έτρεχα Έφτασα κι
αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ' τη γλώσσα
-Ε καβάκια μαύρα φώναζα κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από
μένα;-Θόη θόη θμος - Ε; Τι; - Αρίηω ηθύμως θμος - Δεν άκουσα
τι πράγμα; - Θμος θμος άδυσος
Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα' να μ' έλεγαν τρελό
πως από 'να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.
Μετατόπιζε το αγριοπούλι πιτ-πιτ πάνω στους βράχους την αλήθεια
Μες στις γούβες τ' αρμυρό νερό τλιπ-τλιπ όλο τσιμπολογούσε
Κάτι κάτι Κάτι πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει
Μα την πίστη μου άγιασα να περιμένω
Πέταξα γένι καλογερικό που όλο χάιδευα κι έξυνα
Κάτι κάτι Κάτι άλλο να βρεθεί
Κάποια φορά το πήρ' απόφαση
Τράβηξα έτσι όπως τραβάς μια βάρκα στη στεριά τον άνθρωπο από μέρος που να βλέπεις μέσα του
-Ε ποιος είναι αυτός;- Ο φονιάς που πέρασε - Κι ο τόσος σαματάς
γιατί;-Το γεράκι το γεράκι φτάνει έφτασε - Καλά και ποιος ορίζει εδώ;
- Ούτις Ούτις - Δεν άκουσα ποιος λέει;
Αλλά κιόλας λιγόστευαν τα λόγια Τι να πεις πια Τέτοια η αλήθεια.
ΙΙ
Τέτοια η αλήθεια Όταν αποτραβήχτηκαν τα λόγια τι να πεις πια
φάνηκε περιτριγυρισμένο κυπαρίσσια σαν παλιό υποστατικό το πέλαγος
Καθισμένη στα ρηχά μια γυναίκα πέτρινη κει που χτενίζονταν
απόμεινε με το χέρι της ψηλά στον αέρα Δυο βαπόρια πέρα ταξιδεύανε
όλο καπνούς δίχως να προχωράνε Και παντού στις βρύσες
και στα δεντρολίβανα εκμυστηρευμένο ένα πάτερ ημών που ανέβαινε
πριχού σπάσει σε δρόσο
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς εγώ που αγάπησα εγώ που τήρησα
το κορίτσι μου σαν όρκο που 'φτασα να πιάνω τον ήλιο απ' τα
φτερά σαν πεταλούδα Πάτερ ημών
Μ' ένα τίποτα έζησα.
III
Μ' ένα τίποτα έζησα Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε Σ' ενός
περάσματος αέρα ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ' αυτιά μου φχιά
φχιού φχιού εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα Τι γυαλόπετρες
φούχτες τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας
Κάτι κάτι Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο
σχήμα του Αρχαγγέλου Παραλαλούσα κι έτρεχα Έφτασα κι
αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ' τη γλώσσα
-Ε καβάκια μαύρα φώναζα κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από
μένα;-Θόη θόη θμος - Ε; Τι; - Αρίηω ηθύμως θμος - Δεν άκουσα
τι πράγμα; - Θμος θμος άδυσος
Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα' να μ' έλεγαν τρελό
πως από 'να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.