Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Σίρτυς ΙΙ-ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΕΤΑΣ


Η πόλη, και αυτά που συνέβαιναν τον τελευταίο καιρό, τον έπνιγαν.
Σκέφτηκε ν' ανοίξει το φινιστρίνι της αποστάσεως.
Μιας ώρας δρόμος θετικής σκέψης ήταν προς τη θάλασσα.
Έκλεισε τα μάτια του και άφησε να τον παρασύρει κοντά της.
Της μίλησε, ακραγγίζοντας την αργοκύμαντη αθωότητα του χυτώνα της.
Με το υγρό της γαλάζιο, γέμισε μια σύριγγα όνειρα
και την έστρεψε προς τις φλέβες του.
Το πρόσωπο του, θύμισε Γενάρη μήνα και βαρυχειμωνιά.
Σκοτεινό τοπίο αχερουσίας.

Έγειρε, και όστρακο κούρνιασε στη ραϊσιά του βράχου.

Κάποτε, ξύπνησε! Και το μόνο που έμενε να θυμάται
ήταν οι πατημασιές στην άμμο
και της δεξιάς φτερούγας το πράσινο πτίλωμα.

Γιώργος Μανέτας