ΦΩΣ- Bασίλης Παπαμιχαλόπουλος
Το δείπνο λιτό,
γυμνό το βράδυ
και το παιδί ξυπόλητο
κρατώντας κερί κατεβαίνει.
Ακούω το ήχο των τρωκτικών και τρομάζω.
Μη φεύγεις φωνάζω αλαφιασμένος.
Τα υπόγεια βρίθουν από σκοτάδια και κινδύνους.
Καταπίνουν ανάσες, μνήμες ολόκληρες.
Μη φεύγεις επαναλαμβάνω.
Φοβάμαι, αγωνιώ τόσο,
καθώς εκεί στις απότομες στροφές
οι σκιές μεγαλώνουν τόσο πολύ
ώστε αρνούνται τα σώματά μας.
Παίρνουν ψυχή από την ψυχή μας
και χώνονται στα μουλωχτά να μηρυκάσουν.
Αγωνιώ.
Σκίζω τις σάρκες μου για λίγο φως, – ελάχιστο,
από τα μέσα μου.
Έξω, η μέρα υψώνεται σαν τοίχος
Η βροχή,
ένας φονιάς που γαζώνει.
Ακόμα και το ουράνιο τόξο
καρφώνει την πολιτεία στην καρδιά της.
Μη φεύγεις παιδί, ψιθυρίζω απελπισμένος.
Να λίγο φως…
Έλα, κοιμήσου εδώ.