ποῦ γέρασαν κὰ τώρα, λαβωμένα,
χωρὶς οὔτε μία βάρδια στὸ κατάστρωμα,
σαπίζουν στ᾿ ἀκρολίμανα δεμένα.
Τὰ φορτηγὰ καράβια: ποὺ ταξίδεψαν
στῶν πέντε τῶν ἠπείρων τὰ πελάγη
-ἀπ᾿ τοῦ Μουρμὰνκ τὴ παγερὴ τὴ θάλασσα
ἴσαμε τοῦ Ἀμαζόνα τὰ τενάγη.
Τοὺς ναυτικούς τους γέρους συλλογίζομαι
ποῦ στὰ μεγάλα τῶν χειμώνων βράδια
μ᾿ ὑπομονὴ κι ἀγάπη -γιὰ τὰ ἐγγόνια του
(εἴτε γι᾿ αὐτούς;-) μικρὰ φτιάχνουν καράβια,
καὶ δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ ταξιδέψουνε
μὰ κάθε μέρα ὡς τὸ λιμάνι πᾶνε
καί, ἄνεργοι, ἀνώφελοι καὶ πένθιμοι
σὰν κάτι τὶς νὰ χάσανε κοιτᾶνε.