Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Ράινερ Μαρία Ρίλκε

  
σκίτσο του Έμιλ Όρλικ (Emil Orlik) το 1917


Πρώιμα ποιήματα
Μετάφραση : Άρης Δικταίος

Αυτό είναι η νοσταλγία : να κατοικείς στο κύμα
και να μην έχεις πατρίδα μες στον χρόνο.
Κ’ οι επιθυμίες αυτί ‘ναι : σιγαλή ομιλία
Της αιωνιότητας με καθημερινές ώρες.
*
Κ’ η ζωή ΄ναι αυτό : ώσπου από ένα χτες
να βγει η μοναχικότεροι απ’ όλες τις ώρες ώρα,
που διαφορετικά απ’ τις άλλες αδερφές της
γελά και μπρος στο αιώνιο μόνο, θα σωπάσει

*********

Το σπίτι μου είναι ανάμεσα μέρας κι ονείρου
που τα παιδιά, ζεστά απ’ το τρέξιμο, κοιμούνται,
που κάθονται οι γονείς το βράδυ και τα τζάκια
λαμποκοπούνε και την κάμαρα φωτίζουν.
*
Το σπίτι μου είναι ανάμεσα μέρας κι ονείρου
που καθαρά τα βραδινά σήμαντρα ηχούνε,
και αμήχανα, από τον αντίλαλο, κορίτσια,
κουρασμένα ακουμπούν στων πηγαδιών τα χείλια.
*
Κ’ έχω πιο αγαπημένο δέντρο μου, κάποια φιλύρα
κι όλα τα καλοκαίρια, που σιωπούν εντός της,
στα χείλια της κλαδιά σαλεύουνε πάλι και πάλι,
κι αγρυπνούν πάλι ανάμεσα μέρας κι ονείρου.

*********

Δεν έχει πια άλλες υποχρεώσεις ο Άγγελος μου
αφότου η μέρα μου η αυστηρή τον έχει διώξει.
Λαχταρώντας , το πρόσωπό του συχνά χαμηλώνει
πάνω απ την γή, κι αγαπητός δεν του είναι πια ο ουρανός.
*
Και θα ήθελε να φέρει πάλι ,
πάνωθε απ των δασών τις θροίζουσες κορφές,
στην πατρίδα των Χερουβίμ, την προσευχή μου.
*
Εκεί πέρα κουβάλησε το κλαψιμό μου το πρώτο-πρώτο,
και τον πρώτο στοχασμό μου,
κ’ οι μικροί πόνοι μου μεγάλωσαν εκεί
μες σε δάση που, πάνωθέ του, μουρμουρίζουν.

***************

Αφ’ όταν ο Άγγελος μου πια δεν με φυλάει,
αμέριμνα μπορεί ν’ ανοίγει τα φτερά του
και τη σιωπή των αστεριών στα δύο να σκίζει
γιατί, της μοναχικής νύχτας μου, δεν πρέπει
να κρατήσει άλλο πια τα χέρια, που αγωνιούνε,
αφ’ όταν ο Αγγελός μου πια δεν με φυλάει.

**********

Από το βιβλίο των Εικόνων
Είσοδος
Όποιος και να ‘σαι : Το βράδυ να βγεις έξω απ’ το δωμάτιο σου
εκεί μέσα τα γνωρίζεις όλα
σαν τον ουρανό, πριν από τον ορίζοντα, το σπίτι σου είναι
Όποιος και να ‘σαι
Με τα μάτια σου , τα κουρασμένα,
μόλις λευτερωθούν από το φαγωμένο σου κατώφλι,
Σιγά-σιγά σηκώνεις ένα δέντρο μαύρο και μπρος στον ουρανό το στήνεις
λυγερό , μονάχο,
Και τον κόσμο δημιούργησες,. Κι είναι μεγάλος
Κι είναι σαν λόγος , που ακόμη, στην σιωπή, ωριμάζει.
Κι όπως την έννοια του συλλαβαίνει η θέληση σου,
τρυφερά, τα μάτια σου, τον απολευτερώνουν