Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Tango-Jorge Luis Borges

painting of Alvaro Castagnet
  
 
Πού να βρίσκονται; ρωτά η ελεγεία
για κείνους που πια δεν υπάρχουν, μαθές,
σα να υπήρχε ένα μέρος όπου το Χθες
είναι το Σήμερα, το Ακόμα ή το Επιπλέον μία.

 
Πού να βρίσκονται (επαναλαμβάνω) από απάχηδες τόσες γενιές
που πήγαν κι έστησαν μια τρομερή νύχτα
σε σκονισμένους χωματόδρομους ή σε χαμένες γειτονιές
του στιλέτου και της μαγκιάς τη σέχτα;

 
Πού να βρίσκονται εκείνοι που πέρασαν;
Στην εποποιία ένα επεισόδιο κόμισαν χορηγία
κι ένα θρύλο στο χρόνο. Που δίχως καμία κακία,
όφελος ή ερωτικό πάθος ο ένας τον άλλον μαχαίρωσαν;

 
Τους ψάχνω μέσα στους θρύλους τους, στην τελευταία
θράκα που, όπως ένα αναπάντεχο τριαντάφυλλο,
κρατάει κάτι από εκείνον τον ψυχωμένο όχλο
στο Κοράλες και στην Μπαλβανέρα την ωραία.

 
Σε ποια σκοτεινά στενοσόκακα ή τόπο έρμο
του άλλου κόσμου θα κατοικεί η γρανιτένια
η σκιά εκείνου του Μουράνια,
του μαχαιροβγάλτη απ’ το Παλέρμο;

 
Κι εκείνος ο μόρσιμος Ιμπέρα 
(που κι οι άγιοι τον λυπούνται)
σ’ ένα γιοφύρι του δρόμου, 
του Νότου, του αδερφού του, έδωσε χτύπημα θανάτου.
Στα φονικά τον ξεπερνούσε 
κι έγιναν οι φόνοι πάγιοι.

 
Μια μυθολογία κοφτερών εγχειριδίων
σβήνει αργά μέσα στη λήθη.
Ένα τραγούδι για άθλους ελήφθη
μέσα στο θόρυβο των αστυνομικών δελτίων.

 
Μα υπάρχει κι άλλη θράκα, κι άλλου πυρακτωμένου ρόδου,
από τη στάχτη που τους φυλάει ακέραιους.
Εκεί βρίσκεις μαχαιροβγάλτες αγέρωχους
και το βάρος του αθόρυβου μαχαιριού ενός βάρδου.

 
Αν κι αυτό το εχθρικό στιλέτο ή τ’ άλλο στιλέτο,
ο Χρόνος, τους έστειλε κάτω απ’ το χώμα,
σήμερα, έξω απ’ του χρόνου το παραπέτο,
το θάνατο, εκείνοι οι πεθαμένοι ζουν 
μεσ’ του τάνγκο το σώμα.

 
Μεσ’ στις χορδές της μουσικής βρίσκονται,
στης κιθάρας το αργό το παίξιμο,
και λέει μια μιλόνγκα μ’ αλέγρου ρυθμού πλέξιμο
για το γιορτάσι και την αθωότητα σαν πέτονται.

 
Γυρίζει ο κίτρινος τροχός πάνω απ’ το κενό
μ’ άλογα και με λιοντάρια. 
Ακούω την ηχώ
και με του Αρόλας και του Γκρέκο τα τάνγκο ξεψυχώ
που είδα κάποτε να χορεύουν στο στενό,  
κάποια στιγμή που αναδύεται απ’ το πουθενά,
δίχως πριν ούτε μετά, 
ενάντια στη λήθη,
που θυμίζει της ίδιας της απώλειας τα ήθη,
το χαμό και το ανακτημένο ξανά.

 
  Στ’ ακόρντα υπάρχουν πράγματα παλιά, στους στίχους:
στο άλλο πάτιο και στης κληματαριάς τους γρίφους.
(Πίσω απ’ τους καχύποπτους τοίχους
ο Νότος κρατάει την κιθάρα και τη λαβή του ξίφους).

 
Εκείνο το ξέσπασμα,
το τάνγκο, 
εκείνη η διαβολιά, 
της ζωής τα μεστά χρόνια προκαλεί.
Φτιαγμένος από σκόνη και χρόνο, 
ο άνθρωπος διαρκεί λιγότερο κι απ’ του μεσημεριού την αντηλιά,
που δεν είναι άλλο από Χρόνος. 
Το τάνγκο ένα ψεύτικο 
Χθες φτιάχνει, 
όπου βγαίνει αληθινή κατά κάποιο τρόπο
η απίθανη ανάμνηση ότι ένας σ’ έναν ανάστατο τόπο,
στον καβγά, 
σε μια γωνιά του προαστίου 
έχει πεθάνει.