Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Μελισσάνθη- Ας...

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

 

Ἄς...

Σὲ τοῦτο τὸ μεταξύ,
ἂς παίζουμε μὲ τὶς λέξεις,
ἂς παίζουμε τῆς ὁμιλίας τὸ θεῖο παιγνίδι
ἀνύποπτοι ποιητὲς
ποὺ κλέψανε τὸ μυστικὸ
νὰ βλέπουνε καὶ ν᾿ ἀκοῦνε,
ν᾿ ἀγγίζουνε καὶ νὰ γνωρίζουνε τὰ πράγματα,
τὴν εἰκόνα τοῦ Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ᾿ ἀστραφτερὲς λέξεις ἂς παίζουμε
καθὼς παιδιὰ μ᾿ ἀθώα χοχλάδια
ποῦ ξεβράστηκαν στ᾿ ἀκροθαλάσσι
μόλις ἀγγίζοντας τὴ μυστικὴ φωτιὰ
μόλις μαντεύοντας
τὸν κρύφιο κεραυνό,
μὲ χῶμα ἂς σκεπάζουμε καὶ στάχτη
τὴ φλόγα ποὺ οἱ θνητοὶ ν᾿ ἀγγίσουν δὲν τολμοῦν
δέσμιοι στὸ θάνατο
ἂς ξανοίγουμε τὶς χάρτινες βαρκοῦλες μας
μὲς στὸν ἀστραποβόλο ὠκεανό...



Μελισσάνθη
«Η ανθρωπότητα θα σωθεί από τον άνθρωπο»
Του Δημήτρη Γκιώνη


Δεν είναι τόσο το «βραβείο Ουράνη» που μας έφερε στο σπίτι της Μελισσάνθης. Αλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που η ποιήτρια βραβεύεται. Το 1938 και πάλι η Ακαδημία την τίμησε με τον Α' έπαινο για το βιβλίο της «Ο γυρισμός του ασώτου». Στη συνέχεια, το 1945, τιμήθηκε με εύφημο μνεία βραβείου Παλαμά για τη «Λυρική εξομολόγηση» και το 1965 με το κρατικό βραβείο ποίησης για το βιβλίο της «Φράγμα της σιωπής».
Δεν είναι λοιπόν τόσο η προχθεσινή βράβευση στην Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού έργου της όσο ένα οφειλόμενο χρέος για τη σημαντική και αθόρυβη προσφορά της στα γράμματά μας εδώ και 50 χρόνια -προσφορά που δεν έχει ούτε εκτιμηθεί ούτε προβληθεί- (και σ' αυτό ευθυνόμαστε κι εμείς οι δημοσιογράφοι καθώς παίζουμε λίγο-πολύ το παιχνίδι του «σταρ σύστεμ») στον βαθμό που της αξίζει.

Η κόλαση που λέγεται Αθήνα
Τη συναντάμε στο υπόγειο διαμέρισμά της σε μια πολυκατοικία απέναντι από του Μακρυγιάννη. Κι ενώ κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια έχουμε την αίσθηση ότι θα βρεθούμε σε κάποιο ντοστογιεφσκικό χώρο, βρισκόμαστε ξαφνικά σ' ένα φωτεινό κι ευχάριστο διαμέρισμα μ' ένα παράθυρο που βλέπει σ' έναν όμορφο κήπο ακριβώς δίπλα του. Ένα πεύκο, ένας φουντωτός πυράκανθος με τα κόκκινα άνθη του κι ένας επίσης φουντωτός υβίσκος δίνουν μια εικόνα που δεν την υποψιάζεσαι καθώς έρχεσαι από τη φρίκη που κυριαρχεί στο εξωτερικό της πολυκατοικίας. Εδώ ακόμα και οι θόρυβοι έχουν πνιγεί.
«Μένω από το 1960», λέει, «και ευτυχώς έχω σώσει αυτή τη γωνιά».
-Αναρωτιέμαι πώς βλέπετε τη σημερινή Αθήνα, εσείς, που είσαστε γέννημα και θρέμμα της.
«Καμία ίσως πόλη του κόσμου δεν αντικατοπτρίζει την κόλαση του σημερινού κόσμου όσο η Αθήνα! Στο ποιήμά μου «Η έβδομη σφραγίδα περιγράφω το σημερινό μας κατάντημα.

Πενήντα χρόνια στην ποίηση
Ψευδώνυμο της Ηβης Κούγια-Σκανδαλάκη, η Μελισσάνθη γεννήθηκε το 1910 στην Αθήνα. Σπούδασε στο Γαλλικό Ινστιτούτο και την παλιά Γερμανική Σχολή. Δούλεψε σαν δημοσιογράφος (κυρίως σαν διασκευάστρια αναγνωσμάτων και μεταφράστρια) και σαν καθηγήτρια της γαλλικής σε ιδιωτικές σχολές και νυχτερινά γυμνάσια.
Για δέκα περίπου χρόνια δούλεψε σαν συνεργάτρια σε λογοτεχνικά συγγράμματα του ραδιοφώνου απ' όπου παρουσίασε πολλές θεατρικές διασκευές, ελληνική και αμερικανική ποίηση κ.ά.
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1930 με την ποιητική συλλογή «Φωνές εντόμου». Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε τις «Προφητείες» που αποτέλεσε φιλολογικό γεγονός και την επέβαλε στα γράμματα. Εχει εκδώσει μέχρι σήμερα έντεκα ποιητικά βιβλία.
«Φαινόμενο που πραγματικά αγγίζει το θαύμα», την έχει αποκαλέσει ο Μαλακάσης. Ο Γρυπάρης την παραλληλίζει με τον Γκαίτε, ενώ ο Μάρκος Αυγέρης σημειώνει ότι η ποίησή της «και σαν αίσθηση και σα ποίηση και στους τόνους και στην έκφραση είναι ολότελα μοντέρνα, βυθίζεται ολόκληρη μέσα στη σημερινή αισθαντικότητα και όπως αναζητά την πνευματική γεύση του κόσμου συναντά τους ίδιους πανάρχαιους δρόμους της πνευματικής ηδονής ενώνοντας «τα εγγύς και τα άπω».

Καταφύγιο η ποίηση
Πιστεύετε πως οι διακρίσεις που δέχεται η ελληνική ποίηση ανταποκρίνονται στην αξία της; Αρχίζω την κουβέντα μας. «Το γεγονός και μόνο ότι έχουμε στην κορυφή έναν-δύο παγκόσμια αναγνωρισμένους ποιητές σημαίνει ότι έχουμε ένα πολύ σημαντικό υπόστρωμα. Πιστεύω ότι η ελληνική ποίηση όχι μόνο στέκεται δίπλα στην ευρωπαϊκή αλλά και προπορεύεται σε ποιότητα, προβληματισμό και θεματικό πλούτο».
-Και ο κόσμος πιστεύετε ότι διαβάζει ποίηση, ότι έχει ανάγκη από την ποίηση;
«Περισσότερο από κάθε άλλη φορά».
-Γιατί;
«Από μια διαίσθηση, ίσως να βρει το καθαρό του βλέμμα που έχει χάσει στη σκληρή κερδοσκοπική κοινωνία που ζούμε, να δει τα πράγματα στην ιερότητα και στην αγνότητά τους. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το «τερατώδες» της εποχής μας είναι γέννημα της χρησιμοθηρικής αντίληψης του κόσμου που είναι ταυτόσημη με το πνεύμα της στυγνής εκμετάλλευσης σ' όλα τα πεδία».
«Και να λοιπόν», συνεχίζει η Μελισσάνθη, «που σε μια εποχή πέρα για πέρα χρησιμοθηρική, ψυχρά ωφελιμιστική και απάνθρωπη, οι νέοι άνθρωποι του τόπου μας αρχίζουν ν' αποζητούν αυτό που φαίνεται λιγότερο χρήσιμο: την ποίηση και τον ποιητή! Μέσα σ' έναν κόσμο θωρακισμένο, οικοδομημένο πάνω στην υλική δύναμη , ο ποιητής -αυτός ο ανυπεράσπιστος άνθρωπος του πλανήτη- μαθαίνει ξαφνικά ότι τον χρειάζονται. Κι αυτό είναι πολύ πολύ συγκινητικό».

Πάλη εσωτερική
-Ας δούμε τώρα, από ποιους ερεθισμούς αρχίσατε να γράφετε ποιήματα...
«Οι ερεθισμοί οι δικοί μου ξεκίνησαν από προβλήματα υπαρξιακά, από την οδυνηρή επαφή μου με τον κόσμο και όπως μου άρεσε η ποίηση βρήκαν διέξοδο σ' αυτήν».
-Ποια ήταν αυτά τα προβλήματα;
«Οι συγκρούσεις με το περιβάλλον πρώτα πρώτα. Ενας νέος άνθρωπος σ' έναν κόσμο φτιαγμένο από τους άλλους, που του είναι αδύνατο να τον παραδεχτεί. Αρχίζει τότε μια πάλη που είτε είναι εξωτειρκή: στήθος με στήθος, είτε εσωτερική: να εξηγήσει και να παραδεχτεί το σκληρό παιχνίδι που παίζεται γύρω μου. Η δεύτερη αυτή πάλη γίνεται πιο σκληρή όταν αισθάνεσαι την αδυναμία σου να δράσεις εξωτερικά».
-Και σεις προτιμήσατε αυτή τη δεύτερη.
«Ναι. Τώρα γιατί λειτούργησα έτσι είναι ίσως ένα μυστικό που ούτε η ίδια το ξέρω».
Το πώς η πάλη αυτή, η εσωτερική, πέρασε στην ποίηση της Μελισσάνθης μπορεί κανείς να το δει εισχωρώντας στο μεστό σε νοήματα έργο της. Η ίδια ωστόσο δεν έχει αντίρρηση να δώσει την «ταυτότητα» της ποίησής της:
«Χαρακτηρίζεται, θα έλεγα, από μια τάση προς το απόλυτο που βγαίνει από τη σύγκρουσή μου με το περιβάλλον μου γιατί δεν μπορούσα να βρω αυτό το απόλυτο. Και ακόμη, από μια αναζήτηση να βρω απαντήσεις σε ερωτήματα που με βασάνιζαν. Και μόνο το γεγονός ότι ένας άνθρωπος μαθαίνει κάποια στιγμή ότι πρέπει να πεθάνει, του δημιουργεί ερωτηματικά. Γιατί βρέθηκε στον κόσμο, από πού και τι πρέπει να κάνει για να υποφέρει λιγότερο».
-Τι μπορεί να τον βοηθήσει να δώσει απάντηση σ' αυτά τα ερωτήματα;
«Η αυτοεμβάθυνση που θα τον βοηθήσει να καταλάβει και τους συνανθρώπους του. Από τη φύση του ο άνθρωπος είναι ον αναντικατάστατο. Αν ήταν αυτάρκης μέσα στη φύση θα ήταν σαν τα ζώα που δεν ζητάνε τίποτα περισσότερο».
-Και το κακό που πρέπει να πολεμηθεί, πού βρίσκεται;
«Μακάρι τα άσχημα πράγματα να βρισκόντουσαν κάπου. Θα τα ανακαλύπταμε και θα γλιτώναμε. Το κακό υπάρχει μέσα στον άνθρωπο. Και το τραγικό, από τη στιγμή που το αποκαλύπτει, είναι ότι διαπιστώνει πως πολύ λίγο ρόλο μπορεί να παίξει μόνος του στη βελτίωση του κόσμου».

Από τον άνθρωπο η σωτηρία
-Οπότε κάτω από αυτές τις διαπιστώσεις πώς βλέπετε μια καλυτέρευση;
«Ο κόσμος επιζεί από την ισορροπία. Αν υπάρχει κάποια πάλη σήμερα μεταξύ καλού και κακού, φαίνεται ότι υπερισχύει το κακό. Πιστεύω όμως πως όπως σ' έναν άρρωστο οργανισμό δημιουργούνται αντίθετες δυνάμεις που τον βοηθάνε να επιζήσει. Ετσι θα βρεθούνε δυνάμεις τέτοιες που δεν θ' αφήσουν τον κόσμο να καταστραφεί. Πιστεύω ότι από τον άνθρωπο πάλι θα 'ρθει η σωτηρία. Η σωτηρία αυτή θα μπορούσε να 'ρθει και τώρα αν σε μεγάλο ποσοστό οι άνθρωπο έπαυαν να συντηρούν το κακό».
-Για παράδειγμα;
«Αυτό το κακό που συμβαίνει στην καταναλωτική κοινωνία, η μανία που μας έχει πιάσει όλους ν' αποκτήσουμε πράγματα περιττά και άχρηστα. Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, όπως το συνειδητοποίησαν κάποτε οι χίπις, που δεν έκαναν όμως μια πλήρη επανάσταση,θα μπορούσαν ν' αλλάξουν πολλά πράγματα».

Ποίηση συμβολική
Στην «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» του Γιάννη Κορδάτου υπάρχει κάποια μομφή στην ποίηση της Μελισσάνθης. Γράφει: «Μόλις έβγαλε τη «Λυρική εξομολόγηση» (1945) την επέκριναν γιατί προσχώρησε στη μοντέρνα ποίηση και γιατί δεν ένιωσε τον παλμό της πολυτάραχης εποχής της».
Πολύ πιο αρμόδιος ο Μάρκος Αυγέρης θα γράψει το 1963: «Μέσα στους στίχους της φτάνουν αόριστοι αντίλαλοι από τους αγώνες του λαού στα χρόνια της Κατοχής και αργότερα, σκεπασμένοι στα σύμβολα και τις εικόνες».
Λέει τώρα η Μελισσάνθη: «Δεν πρόκειται για προσχώρηση στη μοντέρνα ποίηση όπως γράφει ο Κορδάτος, αλλά για μια βαθμιαία μεταβολή γάιτ η ζωή είναι μια συνεχής μετακίνηση. Οσο για το δεύτερο, το ότι δεν ένιωσα τον παλμό της εποχής μας, είναι το είδος της ποίησής μου τέτοιο. Μιλάω έμμεσα, με σύμβολα, αλληγορικά. Θα πρέπει ίσως να σας πω εγώ η ίδια ότι κάποιο ποίημά μου είναι εμπνευσμένο από την Κατοχή ή το Πολυτεχνείο για να το καταλάβετε. Βλέπω το δράμα το ανθρώπινο διαχρονικά. Δεν μ' ενδιαφέρει να κάνω δημαγωγία».
-Θέλετε να πείτε ότι οι ποιητές που εκφράζονται άμεσα δημαγωγούν;
«Δεν μου αρέσουν οι αφορισμοί, το κάθε τι που δικαιώνεται σαν ποιητικός λόγος είναι δεκτό. Μιλάω για τη δική μου ποίηση. Δεν έχω κλειστεί σε κανέναν πύργο. Κλείνεται κανένας σ' έναν πύργο όταν έχει κλειστεί σε μια ιδεολογία. Αυτός μένει αμετακίνητος. Στο μόνο που μένω αμετακίνητη είναι η πίστη μου στον άνθρωπο. Δεν είναι μια ιδεολογία, είναι μια βαθιά πεποίθηση που βγαίνει υπαρξιακά από μέσα μου».
-Είναι αλήθεια ότι περνάτε μεγάλα διαλείμματα που δεν γράφετε;
«Περνάω περιόδους στειρότητας ως προς την παραγωγή γιατί πρέπει ν' αφομοιώσω τα στοιχεία που έχω για να μετουσιωθούν σε ποιήματα. Επειτα, για να γράψω σήμερα ένα ποίημα, πρέπει να είναι ισάξιο με το καλύτερο που έχω γράψει. Ετσι συμβαίνει σ' ένα ποίημά μου να είναι πολλά συμπυκνωμένα».
Τελικά, η συνέντευξη αυτή που ξεκίνησε σαν ένα πορτρέτο της Μελισσάνθης, πήρε περισσότερο τη μορφή μιας φιλοσοφικής συζήτησης - που ούτε η ίδια ήθελε. Πράγμα που την έκανε ν' αγωνιά για την απόδοση αυτών που σημείωνα στην τρίωρη συζήτησή μας. Αν στη γεύση που δίνω εδώ από αυτή μας τη συζήτηση δεν μεταφέρεται κάτι από τη χαρά που μου έδωσε η επικοινωνία μ' έναν ζωντανό πνευματικό άνθρωπο που ζει την εποχή μας, που συμπάσχει αλλά και που πιστεύει αθεράπευτα στον άνθρωπο και στη ζωή, σίγουρα δεν θα φταίει άλλος από εμένα.

[Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία», 31/12/1976]