In memoriam
Τελικά μπορεί και να μην είχε κατέβει ποτέ από κανένα τραίνο
και να 'ταν πριν από μένα εκεί να περιμένει κάποιον
κανέναν ή τίποτα. Μπορεί και να 'ταν ένα βαλσαμωμένο πουλί
στην οδό Πειραιώς ή ένα απολιθωμένο ελάφι πάνω στους βράχους
- τούτοι οι θάνατοι είναι ζωγραφισμένοι μέσα μας δίχως φτερά,
δίχως μουσική, δίχως εισόδους και εξόδους, έτσι μένουν θάνατοι
σε όλους τους καιρούς κάτω στο χώμα, στη γη.
Τελικά μπορεί και να μην ήμουν εγώ, αλλά ένας άλλος
που είχε φτάσει πριν από μέρες στο σταθμό κάτω από
το σταματημένο ρολόι περιμένοντας μέσα στο απόγευμα
της Κυριακής μια συνάντηση. Μπορεί και να 'μουν η προδομένη
διαδήλωση, ο λιποτάκτης, η είσοδος του νικημένου μέσα από το
πορτρέτο της υστεροφημίας του, η πρέζα.
Εκείνο το απόγευμα βρήκαμε το πρόσωπό μας. Δεν ήμασταν πια
εμείς. Ημαστε ωραίοι τότε. Κάτι το σπάνιο.
*
Θα παίζουν όπως τότε τα γραμμόφωνα,
τότε που έφυγε η Ρίτα και μείναμε μονάχες
μέσα στα μπορντέλα.
Δεν είχαμε ανθρώπους- ο Νίκος μόλις είχεν έρθει
από τις φυλακές, κι ο Σίμος γύριζε καρότσια με παιδιά
σε λούνα παρκ της επαρχίας
Είχαμε βγει πρωί στις πόρτες και περνάγαμε στις χτένες
τα μαλλιά μας
Θέλαμε μικρόφωνα, πλερέζες ριγμένες στις ωμοπλάτες,
αρώματα ακριβά για τα κορμιά μας.
Α Τζένη, τι έπρεπε να κάνουμε; Γέμιζε η αγορά
ψόφια άλογα αρσενικά και μεις με τσάντες ζητάγαμε
ψάρια.
*
Πάνε πια οι βόλτες στα λιμάνια
οι έρωτες, τα βιαστικά φιλιά πίσω από λαμαρίνες
μέσα στις παράγκες, πλάι στα λουτρά
Δωμάτια μικρά, δωμάτια μεγάλα, βοηθητικοί χώροι
και καρέγλες
φυλάνε καλά κλεισμένες τις αγάπες
Παρατεταμένες κι ανόητες πλέον.
Το λιμάνι της Καλαμάτας
Χθες σαν να ονειρευόμουνα
από κει που άλλοτε έμπαινε σκοτάδι
τώρα ένα σημάδι από τα φώτα της ταινίας μες στη σάλα
και νόμιζα πως τον έβλεπα
Η ώρα είναι περασμένη. Κρυώνω, λέει η πρωταγωνίστρια
Κι αυτός;
Θα άνοιξε τώρα κατάστημα ηλεκτρικών
μες στην πλατεία της Καλαμάτας
-ψησταριές, φούρνους, γυαλικά θα έχει στη βιτρίνα
Το απόγευμα θα βλέπει στο λιμάνι
τα πλοία που δεν φεύγουν
Κάποιο αγόρι θα τον φωνάζει να 'ρθει στο σπίτι
ένας έφερε περιοδικά με άσεμνες στάσεις.
Τον προτιμώ, το λέω καθαρά,
στα σκοτεινά τα σινεμά πορνό
παρά έμπορο ηλεκτρικών ειδών
μες στην πλατεία της Καλαμάτας.
(ποιήματα από τον τόμο "Τα ποιήματα 1973-2008, εκδόσεις Οδός Πανός, 2008)
Τ’ άγνωστα λιμάνια είταν γεμάτα νύχτα. Τα τραγούδια τους μιλούσαν για νιάτα που γέρασαν σε καπηλειά, ήλιους διωγμένους καταμεσής της `Άνοιξης, για πειρατές που κούρσευαν τριαντάφυλλα και για τελώνες μακρυχέρηδες…
Στα λιμάνια της νύχτας τη νιότη πρωτοστόλισα με δάκρυα, στο στήθος και στα μπράτσα γράφοντας ονόματα όλο αλμύρα, λέγοντας κάθε φορά πως τούτο το ταξίδι θά ’ναι το στερνό.
Και με πανιά σχισμένα πάλι στο πέλαγος. Με μάτια γεμάτα θάλασσες ανταριασμένες κι αμπάρια που δεν έλεγαν ν’ αδειάσουν, ξανά στην αναζήτηση της γοργόνας.
από http://tadeefi.wordpress.com/2011/12/12/%CF%84%CE%B1-%CE%BB%CE%B9%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BD%CF%8D%CF%87%CF%84%CE%B1%CF%82/
Έτσι βίαια όπως με πέταξαν στη γη
όταν γεννήθηκα, στην καθοδική πορεία μου από τον ουρανό,
με χτυπούσαν τα ερωτηματικά για τη ζωή
σα μαστίγια από βοριάδες,
μου’ καιγε τα μάτια της ψυχής
η αδικία
σαν υπερόπτης ήλιος,
όταν -ώ του θαύματος!-
άνοιξε στους ώμους μου
ένα αλεξίπτωτο για να με σώσει,
δώρο Θεού στα ευαίσθητα παιδιά Του.
Λευκό, γερό, δεν το αποχωρίζομαι ποτέ.
Το’ χω δει που το φοράνε κι άλλοι τρελοί.
Ποίηση το λένε.
Κιθαριστής από τα Γιαννιτσά Πέλλας. Ξεκινά τις σπουδές κλασσικής κιθάρας στο Αλεξάνδρειο Δημοτικό Ωδείο Γιαννιτσών. Πραγματοποιεί το πρώτο του ρεσιτάλ καθώς και την πρώτη του σύμπραξη ως σολίστ με Ορχήστρα Δωματίου, σε ηλικία 13 ετών.Είναι απόφοιτος των τάξεων των: Β.Βαλαβάνη (πτυχίο κιθάρας-Αλεξάνδρειο Δημοτικό Ωδείο Γιαννιτσών), Κ. Κοτσιώλη (Δίπλωμα Σολίστ-Νέο Ωδείο Θεσσαλονίκης). Επίσης, είναι πτυχιούχος του Τμήματος Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Magister Artium-Gitarre) του Πανεπιστημίου Mozarteum-Salzburg(Prof. Matthias Seidel, Mag.art. Marco Tamayo).Έχει αποσπάσει Πανελλήνια και Διεθνή Βραβεία κιθάρας και έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμα ρεσιτάλ, εμφανίσεις σε διεθνή φεστιβάλ και συμπράξεις με συμφωνικές ορχήστρες σε Ελλάδα και εξωτερικό, με εξαιρετικές κριτικές από τους ειδικούς και τα Μ.Μ.Ε.
Σταθμό στην καριέρα του αποτελεί η σύμπραξη του ως σολίστ με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό την διεύθυνση του διάσημου αρχιμουσικού Βύρωνα Φιδετζή, στην Αίθουσα 'Χρήστος Λαμπράκης' του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, τον Οκτώβριο του 2010.
Τον Σεπτέμβριο του 2010, κυκλοφορεί το πρώτο του cd από την Legend Classics, με τίτλο 'Travelling', το οποίο περιέχει προσωπικές του συνθέσεις που ερμηνεύει ο ίδιος.
Τον Ιούνιο του 2011 είναι προσκεκλημένος σολίστ, διδάσκων και μέλος επιτροπής του σημαντικότερου συνεδρίου και διαγωνισμού κλασσικής κλασσικής κιθάρας παγκοσμίως, του Guitar Foundation of America, στο Columbus της Georgia (Η.Π.Α.)
Από το 2007 διατελεί Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Αλεξάνδρειου Δημοτικού Ωδείου Γιαννιτσών.
Μαθητές του έχουν βραβευτεί σε Πανελλήνιους Διαγωνισμούς κιθάρας και δραστηριοποιούνται ως σολίστες και καθηγητές.
Από το 2010 διατελεί Υποψήφιος Διδάκτωρ, με επιβλέποντα καθηγητή τον κ. Μάρκο Τσέτσο, του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
*******************************************************
Έργα δικά του, καθώς και άλλων συνθετών ερμηνεύει ο Γιάννης Ανδρόνογλου - με κιθάρα κατασκευής του Ιταλού Stefano Robol (Rovereto-Italy)- το Σάββατο 03 Δεκεμβρίου και ώρα 19:00 στο Πνευματικό Κέντρο Κατερίνης(μικρή αίθουσα).
Τίτλος ρεσιτάλ:
Γιάννης Ανδρόνογλου: Guitar Foundation of America Artist 2011
Πρόγραμμα Ρεσιτάλ:
1) Capricho Arabe (serenata)- FRANCISCO TARREGA (1852-1909)
2) Torre Bermeja- ISAAC ALBENIZ (1860-1909)
3) Passacaglia- ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΝΑΒΡΟΖΙΔΗΣ (1957)
4) Variationen uber ein anatolisches volkslied- CARLO DOMENICONI (1947)
Tης πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ' ολίγον να πεθάνη. Mα τα δεκατρία ριζικά της, σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια, εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Kανείς δεν μίλησε. Kανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. K' έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.
Για την καρδιά μου αρκεί το στήθος σου,
για την ελευθερία σου αρκούν τα φτερά μου.
Απ' το δικό σου στόμα φτάνουν ως τον ουρανό
όσα κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.
Μέσα σου στέκει το ξεγέλασμα της κάθε μέρας
Έρχεσαι σαν τη δροσιά πάνω στα στόματα των λουλουδιών.
Στέλνει στα καταχθόνια τους ορίζοντες η απουσία σου.
Στους αιώνες των αιώνων αλαργεύοντας σαν της θάλασσας τα κύματα.
Και είπα τότε πως τραγούδαγες στον άνεμο
ωσάν τα πεύκα και ωσάν τα κατάρτια των πλοίων.
Σαν πεύκο είσαι εσύ και σαν κατάρτι πανύψηλη και αμίλητη.
Και ξαφνικά μελαγχολείς, σαν επιβάτης σε μπάρκο.
Φιλόξενη, ανοιχτόκαρδη σα δρόμος παλιός.
Σε κατοικούν φωνές και αντίλαλοι της νοσταλγίας.
Ξυπνάω εγώ, και τότε, κάπου, κάπου, αποδημούνε τα πουλιά
που κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.
Σου στήνω μια καλύβα, στους αιώνες των αιώνων,
ένα κήπο να περπατάς, ένα ρυάκι να καθρεφτίζεσαι,
μια πλούσια πράσινη φραγή να μην σε βρίσκει ο άνεμος
που βασανίζει τους γυμνούς - στους αιώνες των αιώνων!
Σου στήνω τ' όραμά σου πάνω σ' όλους τους λόφους,
να σου φυσάει το φόρεμα η δύση με δυο τριαντάφυλλα,
να γέρνει ο ήλιος αντίκρυ σου και να μη βασιλεύει,
να κατεβαίνουν τα πουλιά να πίνουνε στις φούχτες σου
των παιδικών ματιών μου το νερό - στους αιώνες των αιώνων!
Όταν σβήσει το φως θα έχεις φύγει
Έτσι πρέπει ,όλα τελειώνουν
Έχω τον χάρτη που μου άφησες για να σε βρω αν χρειαστεί
παρόλο που ξόδευες την ανάσα σου
γέμισε ο αέρας από σένα
ξέρω που θα σε βρω
στις σταγόνες του νερού ,μπροστά στον καταρράκτη
στην παράκληση για βροχή
με τους κυκλωτικούς χορούς
ανταλλάγματα
ζήτησα από τον αέρα να σε κρύψει
και μου έδειξε το ουράνιο τόξο
μένω εδώ με την αξίνα μου
να βρω στο χώμα
από τις ρίζες του δέντρου ,την πιο δυνατή
κατάκοπος και ιδρωμένος
όταν φτάσω την πηγή που ορίζεις
θα αγκαλιάσω τις φωτιές που τρέφονται από `σένα
θα μάθω πως ερωτοτροπούν τα αγκάθια
για να βγάλουν τριαντάφυλλα
πως κτίζονται τα όνειρα
ποιος δίνει μπόι στην ελπίδα
δεν θα με νοιάξει πια αν ξημερώσει
Απόσπασμα από το "ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ " του Ο.Ελύτη. Ερμηνεία Μ.Θεοδωράκης & Ι.Ηλιοπούλου :
"Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο,
τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά.
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική,
καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου.
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι,
επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς?
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα.
IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς?
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς?
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς,
μαχαίρι!
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς?
Είμ' εγώ, μ' ακούς?
Σ' αγαπώ, μ'ακούς?
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς?
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς,
σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς?
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες,
θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι.
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς?
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς,
των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει.
Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς,
τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς?
Όπου κάποτε οι φιγούρες
των Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς?
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς?
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς?
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς,
της αγάπης
μια για πάντα το κόψαμε
και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς?
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς?
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς,
να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς?
Μες στη μέση της θάλασσας
από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς?
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει ακούς?;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει ακούς?
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς?
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς?"
Εκείνη:
Υπάρχει μια ψυχή που σε νοιάζεται
Ένα μυαλό που 'ολο σε σκέφτεται
Και μια καρδιά που σε λατρεύει
Δυα μάτια λυπημένα
Και μια αγκαλιά που πεθαίνει χωρίς εσένα
Εκείνος:
Υπάρχει ένα φως μες στα μάτια σου
Μικρός Θεός, που δάκρυ γίνεται
Στο παρελθόν με ταξιδεύει
Όνειρα ξεχασμένα
Σε μια αγκαλιά που περιμένει ακόμα εσένα
Η Άνεμος Εκδοτική για μια ακόμη φορά και σε μια ακόμη παρουσίαση ξάφνιασε και τάραξε τα νερά της βιβλιοπαρουσίασης. Στη Θεσσαλονίκη πριν μερικές μέρες λάμπρυναν με την παρουσία τους το χώρο της λογοτεχνίας με εκλεπτυσμένες εκδόσεις και διαλεγμένα έργα αξιόλογων δημιουργών. Μεταξύ τους και η δικιά μας ποιήτρια Μάγδα Παπαδημητρίου η οποία συμμετείχε με την Πέμπτη ποιητική της συλλογή «Καθρέφτης Ψυχής». Η οδός Βαλαωρίτου στη Θεσσαλονίκη φαίνεται να τιμά και να τιμάται, με ευγενικές και συνάμα τολμηρές εκφάνσεις ποιητικού και συγγραφικού λόγου, μοντέρνα έκφραση και μουσικές προσεγγίσεις που σε τίποτα δεν έχουν να ζηλέψουν γενικώς ονομαζόμενων λαμπρών εκδηλώσεων. Οι Krousislive επένδυσαν μουσικά τη βραδυά όπου οι δημιουργοί σαφώς καμάρωσαν τον πνευματικό τους κόπο- παιδί γεννημένο με ένδυμα αγγελικό (όπως συνηθίζω να λέω).
Δημιουργοί:
Μάγδα Παπαδημητρίου
Σοφία Στρέζου
Παναγιώτης Φερεντίνος
Γιάννης Φιλιππίδης
Έφη Μαχιμάρη
Χρήστος Ελευθεράκος
Ελένη Μαυρογονάτου
Η ηθοποιός Νάντια Δαλκυριάδου απέδωσε κείμενα και ποιήματα από τα βιβλία των δημιουργών.
Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
Oταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που βάζει ανύποπτη μες τα χλωρά πανέρια τους τα φώτα που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονοματά τους - πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συνεφιά του κόσμου;
Στη μέρα που απ' τη ζήλεια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά ζώνοντας τον αιώνιο ήλιο με χιλιάδες πρίσματα εκτυφλωτικά, πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμο της ποτέ θλιμένη και ποτέ γκρινιάρα - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που ξεφωνίζει την καινούργια ελπίδα που ανατέλλει;
Πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει τα μάκρη τινάζοντας ένα μαντήλι φύλλα από δροσερή φωτιά, μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια, με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε σ' αμύριστες ακρογιαλιές - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που τρίζει τάρμενα ψηλά στο διάφανο αιθέρα;
Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι' εορτάζει αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια - πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;
Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου, πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει, τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της, ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά, πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων, στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;
Τριαντάφυλλο στο στόμα
(Μίνα Παπανικολάου -- Σοφία Στρέζου)
Μίνα Παπανικολάου
Κι εγώ που σου μιλώ,
που σου φωνάζω,
και σε παρακαλώ,
στη χώρα των φοβισμένων,
αντέταξε το θάρρος του μοιραίου,
...του αναπόφευκτου.
του Υπέροχου..
Με εκείνο το τριαντάφυλλο στο στόμα
που ανθίζει προσμονές Άνοιξης..
Μα μην εγκαταλείπεις..
Αν επιστρέφει η φωνή σαν αντίλαλος άηχης αστραπής..
Τότε, αναρωτιέμαι ..Υπήρξες;"
Σοφία Στρέζου
Θ' ανθίσει και φέτος η άνοιξη
στην αδιαπραγμάτευτη διαδρομή της,
με συναντήσεις στο πεπρωμένο
που προσδιορίζει όρια
θυσιάζοντας το δικαίωμα
να κρατάγαμε στο ίδιο στόμα
εκείνο το ματωμένο τριαντάφυλλο
που έσταζε τον πόνο του αποχωρισμού
στις αδιάβλητες επεξηγήσεις
των "θέλω αλλά δεν μπορώ"
στον αντίλαλο άηχης αστραπής.
Κι αν σου μιλώ με παραμύθια
και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα,
κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη
και προχωράει.
Μη ρωτάς γιατί περιμένει εκείνος
Που δεν έχει τι να περιμένει.
Και όμως περιμένει.
Γιατί σαν πάψει να περιμένει
Είναι σα να παύει να βλέπει
Σα να παύει να κοιτά τον ουρανό
Να παύει να ελπίζει
Σα να παύει να ζει.
Αβάσταχτο είναι... Πικρό είναι
Να σιμώνεις αργά στ'ακρογιάλι
Χωρίς να είσαι ναυαγός
Ούτε σωτήρας
Παρά ναυάγιο...
Κάποιος να μου πει
Γιατί εκεί ψηλά τα σύννεφα σκεπάζουν το γαλάζιο
Γιατί εκεί πάνω τα άστρα είναι σβηστά
Γιατί όταν βρέχει δεν μπορώ να σε κοιτάζω
Κάποιος να μου πει
Γιατί βλέπω σκιές
Γιατί τα μάτια μου δακρύζουν μα δεν κλαίνε
Αν οι ποιήτριες της Γης είναι νεκρές
Και αν οι λέξεις που ζωγράφισαν τις καίνε
Δεν είναι ανάγκη να μου πεις πως μ αγαπάς
Δεν είναι ανάγκη να μου δείξεις πως σε χάνω
Ήθελα μόνο να σε κάνω να γελάς
Μα εσύ δεν άντεξες να δώσεις παραπάνω
Μπορεί οι ποιήτριες της Γης να ναι νεκρές
Μπορεί και να φύγαν σε κάποια κρύα Δύση
Μπορεί να ανήκουν σε φαντάσματα του χθες
Κι ίσως κανείς να μη τις έχει συναντήσει
Κάποιος να μου πει
Γιατί η στιγμή περνά
Πριν σ αγαπήσω θα χω ήδη πια γεράσει
Θα χω ρυτίδες κάτασπρα μαλλιά
Και κάτι στίχους που θα χουν ξεθωριάσει
Κάποιος να μου πει
Γιατί βλέπω σκιές
Γιατί τα μάτια μου δακρύζουν μα δεν κλαίνε
Αν οι ποιήτριες της Γης είναι νεκρές
Και αν οι λέξεις που ζωγράφισαν τις καίνε
Δεν είναι ανάγκη την πλάτη να γυρνάς
Μη παριστάνεις πως δεν μ έχεις αγαπήσει
Δεν θα ναι αλήθεια έτσι απλά να περπατάς
Πάνω στα κάστρα που με κόπο είχα χτίσει
Μπορεί οι ποιήτριες της Γης να ναι νεκρές
Μπορεί και να' φυγαν σε κάποια κρύα Δύση
Μπορεί να ανήκουν σε φαντάσματα του χθες
Κι ίσως κανείς να μη τις έχει συναντήσει
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ' αμπέλια απάνωθεν
εκοίταγε η σελήνη
κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας
μες σε διπλή γαλήνη.
Bαριά τα χόρτα, ιδρώνανε στην αψηλήν απανεμιά
το θυμωμένο γάλα,
κι από τα κλήματα τα νια, που της πλαγιάς ανέβαιναν
μακριά-πλατιά τη σκάλα,
σουρίζανε οι αμπελουργοί φτερίζοντας, εσειόντανε
στον όχτο οι καλογιάννοι,
κι άπλων' απάνω στο φεγγάρι η ζέστα αραχνοΰφαντο
κεφαλοπάνι...
Στο σύρμα, μες στο γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
τό 'να από τ' άλλο πίσω,
την κρεμαστή τους τραχηλιά κουνώντας, τον ανήφορο
ξεκόβαν το βουνίσο.
Σκυφτό, τη γης μυρίζοντας, και το λιγνό λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στου δειλινού τη σιγαλιά βράχο το βράχο επήδαγε
ζητώντας μου τα χνάρια.
Kαι κάτου απ' την κληματαριά την άγουρη μ' επρόσμενε,
στο ξάγναντο το σπίτι,
σωστό τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
το φως του Aποσπερίτη...
Eκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό
η αρχοντοθυγατέρα,
οπού 'χε από τη δύναμη στον πετρωτό της το λαιμό
χαράκι ως περιστέρα
που η όψη της, σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη
της παρθενιάς τη φλόγα,
κι απ' τη σφιχτή της ντυμασιά, στα στήθια της τ' αμάλαγα,
χώριζ' ολόρτη η ρώγα
που ομπρός από το μέτωπο σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
πλεμένα είχε σηκώσει,
σαν τα σκοινιά του καραβιού, που δε θα μπόρει' η φούχτα μου
ναν της τα χερακώσει.
Λαχανιασμένος στάθη εκεί κι ο σκύλος π' αγανάχτησε
στα ορτά τα μονοπάτια,
κι ασάλευτος στα μπροστινά, με κοίταγε, προσμένοντας,
μια σφήνα μες στα μάτια.
Eκεί τ' αηδόνια ως άκουγα, τριγύρα μου, και τους καρπούς
γευόμουν απ' το δίσκο,
είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
βαθιά στον ουρανίσκο...
Σα σε κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε η ψυχή,
πασίχαρο μελίσσι,
που όλο κρυφά πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ωσάν τσαμπιά
στα δέντρα ν' αμολήσει.
Kι ένιωθα κρούσταλλο τη γη στα πόδια μου αποκάτωθε
και διάφανο το χώμα
γιατί πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου υψωνόντανε
μ' αδρό, γαλήνιο σώμα.
Eκεί μ' ανοίξαν το παλιό κρασί, που πλέριο ευώδισε
μες στην ιδρένια στάμνα,
σαν τη βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεί κατάψυχρη
νύχτια δροσιά τα θάμνα...
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου δέχτηκε
ν' αναπαυτεί λιγάκι
πά' σε σεντόνια ευωδερά από βότανα, και γαλανά
στη βάψη από λουλάκι...
Ιδιαίτερα στην αγάπη.
Σου το λέω εγώ που αγαπώ
Τόσους ανθρώπους επί τόσα χρόνια
Χωρίς να το ξέρουν.
Μεταξύ μας για μένα τους αγαπώ.
Μου κάνει καλό.
Oπως η αγάπη μου για σένα φερ' ειπείν.
Με κάνει καλύτερο.
Καλύτερο και από σένα ενίοτε.
Ελα, σε πειράζω.
Δωσ' μου το χέρι σου να το κοιμίσω.
Είναι παλτό ξεκούμπωτο η νύχτα
Προβιά σφαγμένου ζώου που ανασαίνει ακόμα.
Κοιμήσου˙ η καρδιά μου ξαγρυπνά.
Σαν τη δική σου μυρωδιά κλαράκι δεν την έχει.
Από τη συλλογή «Ο ύπνος του καπνιστή»,
Εκδόσεις Καστανιώτη 2003
Δεν ξέρω πώς βρέθηκα εδώ:
Ετρεχα πανευτυχής
Με το καπέλο στο δεξί μου χέρι
Πίσω από μια πεταλούδα φωσφορίζουσα
Που μ' έκανε τρελό από χαρά
Και ξάφνου γκαπ σκοντάφτω
Και δεν ξέρω τι έγινε ο κήπος
Το σκηνικό άλλαξε εντελώς:
Αίμα κυλά από το στόμα και τη μύτη μου.
Ειλικρινά δεν ξέρω τι συνέβη
Ή σώστε με αμέσως
Ή φυτέψτε μου μια σφαίρα στον αυχένα.
Ποίημα από τη συλλογή «Ποιήματα επείγουσας ανάγκης»,
εισ.-μτφρ.: Αργύρης Χιόνης, Eκδόσεις Γαβριηλίδης 2008
Την άνοιξη κατέβηκα πάλι στους δρόμους- τα χελιδόνια γύρω στο καπέλο μου κι εγώ τυφλός που ακούει πηγαίνοντας φωνές απ' τις μικρές του αγάπες.
Κοντά στους κήπους κάτω από τα παράθυρα βράδιασα και δεν ένιωθα ποιος ήμουν. Την νύχτα ο ψίθυρος απ' τα πουλιά μ' ανέβαζε σε ουράνιες αγορές, θέατρα του απείρου.
Πες μου αυτά που αγαπάς να τα θυμάμαι
όταν θα ζει με αναμνήσεις η καρδιά
να 'ρχεσαι πάντα μες στον ύπνο που κοιμάμαι
σαν πεταλούδα με φτερά μενεξεδιά
Πες μου αυτά που αγαπάς να τα φυλάξω
σ' ένα πηγάδι της ψυχής μου σκοτεινό
όταν θα σκύβω τη ζωή μου να κοιτάξω
να 'σαι φεγγάρι στου βυθού τον ουρανό
Μη μου μιλάς γι' αυτά που πρόκειται να γίνουν
όσα φοβάμαι και να διώξω πολεμώ
κι όσα μου πεις πως αγαπάς αυτά θα μείνουν
να τα θυμάμαι μ' έναν κόμπο στο λαιμό
Πες μου αυτά που αγαπάς να τα φορέσω
πάνω στο στήθος μου σαν άγιο φυλαχτό
και με την πρώτη μαχαιριά να μην πονέσω
όταν με βρει η μοναξιά να φυλαχτώ
Μη μου μιλάς γι' αυτά που πρόκειται να γίνουν
όσα φοβάμαι και να διώξω πολεμώ
κι όσα μου πεις πως αγαπάς αυτά θα μείνουν
να τα θυμάμαι μ' έναν κόμπο στο λαιμό
Μονάχα με την ποίηση
Δε θα χαθούν ποτέ
Τα μεγάλα ιστιοφόρα της αυγής
Ούτε τα φώτα ούτε η χαρά
Ούτε τα δέντρα ούτε η νύχτα
Μονάχα με την ποίηση
Θα 'μαστε ακόμα ικανοί
Να βλέπουμε και ν' αγαπούμε
Να ονομάζουμε τα πράγματα
Με τις πιο καθημερινές λέξεις
Να λέμε το ψωμί ψωμί τη σκάφη σκάφη
Και μ' ένα βλέμμα να οδηγούμαστε
Σε μιαν αλήθεια οριστική
Μονάχα με την ποίηση
Θα μεγαλώσουνε τα στάχυα
Και τα στήθη των κοριτσιών
Το ποτάμι θ' απομείνει ποτάμι
Η θάλασσα θάλασσα
Κι ο ουρανός ουρανός
Μονάχα με την ποίηση
Θ' ανακαλύψουμε ξανά τ' αστέρια
Μέσα στις καπνοδόχες
Κι όλη τη θλίψη που ενδημεί
Στο βάθος των ματιών
Και θα μπορέσουμε να ξαναβρούμε
Το γενέθλιο χωριό μας
Παραχωμένο μες στα χιόνια
Μονάχα με την ποίηση
Θ' ανακαλύψουμε ξανά τον έρωτα
Και πατώντας από κλωνί σε κλωνί
Κι από ελπίδα σ' ελπίδα
Θα εγκαθιδρύσουμε
Την αγνή βασιλεία των φτερών
Μέσα στα σπασμένα λαρύγγια των νεκρών μας μένουν ακόμα άλυωτες οι τελευταίες τους λέξεις: "Ζήτω ο Στάλιν" "Ζήτω ο τάδε αρχηγός" "Ζήτω η τάδε απόφαση". Ποιος έχει το κουράγιο τώρα μπροστά τους να σταθεί και να τους πει - αυτός που έζησε... Μ' αυτός έζησε, εμείς ζήσαμε, πώς να σας πούμε για τα λάθη σ' όσους τα ξέρατε ή δεν τα ξέρατε, τι να σας πούμε, και φεύγατε μες στην πικρή σας περηφάνεια χωρίς ούτε ένα κούνημα του κεφαλιού.
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή,λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ'ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα'λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις,τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
*************************************
Ελεγεία των λουλουδιών
Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν
Κι’ απ’ όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεται
η νεότης πιο ωραία. Aλλά μαραίνεται
γρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται·
η πασχαλι[αίς] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν.
Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
Aλλά τα ίδια μάτια δεν τα κυττάζουνε.
Και άλλα χέρια σ’ άλλα στήθεια τα βάζουνε.
Έρχοντ’ οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε·
τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ’ αναγνωρίζουν.
Όσα λουλούδια υπάρχουν,το καλοκαίρι ανθίζουν.
Aλλά με την χαρά μας πάντα δεν μένουνε.
Aυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε·
κ’ επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε,
καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν.
Πάλ’ ήλθε καλοκαίρι κ’ οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
Aλλ’ απ’ το παραθύρι δύσκολα φθάνεται.
Και το υαλί μικραίνει-μικραίνει, χάνεται.
Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται.
Βαρυά τα κουρασμένα πόδια, δεν μας στηρίζουν.
Για μας δεν είναι φέτος που οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
Λησμονημένου Aυγούστου κρίνοι μάς στέφουνε,
τ’ αλλοτεινά μας χρόνια γοργά επιστρέφουνε,
σκιαίς αγαπημέναις γλυκά μάς γνέφουνε
και την φτωχή μας την καρδιά γλυκά αποκοιμίζουν.
Έπειτ' απ' το πορφυρό ανταύγασμα πυρσού σε πρόσωπα ιδρωμένα
Έπειτ' από την παγερή σιγή στους κήπους
Έπειτ' από την αγωνία στους βραχότοπους
Τους θρήνους και τις οιμωγές
Φυλακή κι ανάκτορο κι αντίλαλο
Κεραυνού ανοιξιάτικου σ' απόμακρα βουνά
Κείνος που ήταν ζωντανός τώρα έχει πεθάνει
Εμείς πούμασταν ζωντανοί τώρα πεθαίνουμε
Με λίγη υπομονή
Νερό δεν έχει εδώ, μονάχα βράχια
Βράχια δίχως νερό και δρόμο αμμουδερό
Δρόμο που ψηλά φιδώνει στα βουνά
Πού' ναι βραχόβουνα δίχως νερό
Αν ήτανε να'χε νερό θα σταματάγαμε να πιούμε
Σε βράχια ανάμεσα δε γίνεται να ξαποστάσεις μήτε και να σκεφτείς
Στεγνός ο ιδρώτας και τα πόδια στην αμμούδα
Αν ήτανε μόνο να'χε νερό ανάμεσα στα βράχια
Νεκρό βουνό, στόμα με δόντια σάπια που δε μπορεί να φτύσει
Μήτε να σταθείς μπορείς εδώ, μήτε να ξαπλώσεις ή να καθίσεις
Μήτε και σιωπή βρίσκεις σε τούτα τα βουνά
Μόνο ξερό και στέρφο κεραυνό χωρίς βροχή
Μήτε και μοναξιά βρίσκεις σε τούτα τα βουνά
Μονάχα φάτσες βλοσυρές, μπλαβιές, σαρκάζουν και γρυλλίζουν
Μέσ' από πόρτες καλυβιών από σκασμένη λάσπη
Αν είχε νερό
Κι όχι βράχια
Αν είχε βράχια
Μαζί με νερό
Και νερό
Μια πηγή
Μια γούβα ανάμεσα στα βράχια
Αν ήτανε μοναχά ήχος νερού
Όχι ο τζίτζικας
Και το ξερό χορτάρι να σφυρίζουν
Αλλά ήχος νερού πάνω σε κάποιο βράχο
Εκεί που η τσίχλα κελαηδά ανάμεσα σε πεύκα
Drip drop drip drop drop drop drop drop
Αλλά δεν έχει νερό
Ποιος να'ναι ο τρίτος που πάντα δίπλα σου βαδίζει;
Όταν μετρώ, είμαστε μοναχά εσύ κι εγώ
Μα σαν κοιτάζω πέρα μακριά την άσπρη στράτα
Είναι πάντοτε κάποιος ακόμη που δίπλα σου βαδίζει
Γλιστρώντας τυλιγμένος σε σκουρόχρωμο μανδύα, κουκουλωμένος
Δεν ξέρω αν είναι άντρας ή γυναίκα
- Μα αυτός, στο άλλο σου πλευρό, ποιος είναι;
..........
Τα Ποιήματα (1909 -- 1962)
[Απόσπασμα από το έργο : Η Έρημη Χώρα]
Μετάφραση : Λέανδρος Κ. Βατάκας
Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε,
αγάπη μου,μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να' χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο θα τη διαβάζουν
τα παιδιά στα σχολικά βιβλία,
πλάι στα ονόματα των άστρων
και τα καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα
σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω,
πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα
Γιατί σ' αγαπώ.
Κλείσε το σπίτι
Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί
Και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ
εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων
σ' όποιο μέρος της γης
σ' όποια ώρα
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι
για ένα καινούργιο κόσμο.
Εκεί θα σε περιμένω. Αγάπη μου.