Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Απολείπειν ο θεός Aντώνιον -Κ.Π.Καβάφης

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 






*************************************

Ελεγεία των λουλουδιών

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν
        Κι’ απ’ όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεται
        η νεότης πιο ωραία. Aλλά μαραίνεται
        γρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται·
η πασχαλι[αίς] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
        Aλλά τα ίδια μάτια δεν τα κυττάζουνε.
        Και άλλα χέρια σ’ άλλα στήθεια τα βάζουνε.
        Έρχοντ’ οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε·
τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ’ αναγνωρίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν,το καλοκαίρι ανθίζουν.
        Aλλά με την χαρά μας πάντα δεν μένουνε.
        Aυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε·
        κ’ επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε,
καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν.

Πάλ’ ήλθε καλοκαίρι κ’ οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
        Aλλ’ απ’ το παραθύρι δύσκολα φθάνεται.
        Και το υαλί μικραίνει-μικραίνει, χάνεται.
        Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται.
Βαρυά τα κουρασμένα πόδια, δεν μας στηρίζουν.

Για μας δεν είναι φέτος που οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
        Λησμονημένου Aυγούστου κρίνοι μάς στέφουνε,
        τ’ αλλοτεινά μας χρόνια γοργά επιστρέφουνε,
        σκιαίς αγαπημέναις γλυκά μάς γνέφουνε
και την φτωχή μας την καρδιά γλυκά αποκοιμίζουν.
(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)