Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Αργύρης Χιόνης

  πηγή: ΒΑΚΧΙΚΟΝ

Το δωμάτιο άδειο. Πάνω απ΄το κεφάλι μου κρεμότανε μία λέξη απαστράπτουσα κι απειλητική σαν σπάθη. Όπου πήγαινα πήγαινε, όπου στεκόμουν στεκόταν. Πριν προλάβω να τη δέσω στο ποίημα, σκέφτηκα, θα μου κόψει το σβέρκο.
@  @  @
Υπάρχουν άλογα που συνεχίζουν να καλπάζουν ακόμα κι όταν είναι ξαπλωμένα στο γρασίδι.

Από τα «Εσωτικά τοπία» του 1991 και μετά ο ποιητής δεν επιστρέφει ποτέ ξανά σε σχήματα του παρελθόντος. Σχεδόν προφητικός, έχει γίνει ξανά ένας νέος του 21ου αιώνα, ο οποίος μιλάει σε ρυθμούς ραπ και χιπ χοπ, δημιουργεί μότο που εμπεριέχουν τη δύναμη του διαφημιστικού μηνύματος ή του συνθήματος στο πανό μιας πορείας, καταγράφει αλκοολούχα σφηνάκια που τα πίνεις απανωτά όρθιος σε ένα μεθυστικό μπαρ, για να επαναπροσδιορίσεις το πώς αντικρίζεις τον κόσμο. Ξαναλέω ότι δε μιλάμε ούτε για επιπολαιότητα, ούτε για επιφανειακότητα. Η προκατάληψη της ταύτισης της νεανικής αίσθησης με αυτά τα στοιχεία είναι μάλλον συντηρητική και σίγουρα φοβική.
Ξαναδιαλέγω στίχους:
Όταν πεθαίνει ο νεκροθάφτης, άλλοι νεκροθάφτες τον κηδεύουνε. Εμένα ωστόσο μου αρέσει να φαντάζομαι ότι στην τελευταία του κατοικία τον οδηγούνε οι νεκροί που ο ίδιος έθαψε όσο ζούσε, εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερε, ή ακόμα ότι μόνος του, με το αργό, επίσημό του βήμα, μεταφέρει τον εαυτό του ως το μνήμα όπου χώνεται και από πάνω του τραβά το χώμα σαν κουβέρτα. 

@  @  @
Βαρύ φορτίο για τον άνθρωπο η ψυχή, αφάνταστα βαρύ για τόσο αδύναμο σκαρί. Πάλι καλά που το ταξίδι δεν κρατά πολύ.
@  @  @
Μονάχα όταν τρώμε ή κοιμόμαστε δεν επιχειρούμε πράγματα που μας ξεπερνούν. Μονάχα τότε δεν διαπράττουμε το αμάρτημα της έπαρσης. Κι ίσως, ακόμα, όταν ερωτευόμαστε απλά, σαν ζώα.
@  @  @
Κολυμβητής μεγάλων αποστάσεων μέσα σ΄ένα πηγάδι
@  @  @
Προσπαθώντας να συνθέσει ένα ποίημα στη γραφομηχανή, ανακαλύπτει, ξαφνικά, ότι ματώνουν τ΄ακροδάχτυλά του. Τα πλήκτρα έχουν γίνει αιχμηρά, οι λέξεις έχουν βγάλει αγκάθια, οι φράσεις φράχτες βάτων γίνανε, άβατος τόπος έγινε το ποίημα, μούλιασε το χαρτί στο αίμα.
«Αυτό δεν είναι ποίηση» σκέφτεται, «αυτό είναι σφαγή», κι αποφασίζει να εγκαταλείψει τη δολοφόνο μηχανή και να επιστρέψει στο μολύβι. Όμως κι αυτό δεν είναι επικίνδυνο; Κι αυτό δεν απειλούσε να τιναχτεί από το χέρι του, τα μάτια να του βγάλει;
Μονάχα με το δάχτυλο θα γράφει, στο εξής, τα ποιήματά του, μονάχα με το δάχτυλο, πάνω στην άμμο ή στο χιόνι ή στη σκόνη.
*****************************
Πέφτεις απ΄το κλαδί και κλαις. Γιατί; Δεν το ‘ξερες πως είσαι φύλλο;


της Μαίρης Αλεξοπούλου