Δύεις τα νέφη σου ρόδινα
κιι αφομοιώνειι η αχνάδα τους
τους ουρανούς των χρωμάτων.
Διαχέεις πνοή οπτασίας
στων ονείρων τα ξέφωτα
και χλοϊζουν τα κύματα
στην ταραχή των παλμών τους.
Γνέθουν οι ώρες
της προσμονής τα ποτάμια
στις κοιλάδες των πόθων τους
και πλέκουν στεγνές
τις ερήμους των άστρων
στα βουνά των αιχμών τους.
Ανατέλλεις τη νύχτα
Λυγάς τα τόξα της πεθυμιάς
στα γεφύρια του σκότους σου,
κυρτώνεις το ανάγλυφο των κραυγών της ζωφόρου σου
στις χορδές της σιωπής σου,
μαγνητίζεις τήξεις μετάλλων υποπόδια
στους λυγμούς των σεισμών σου.
Κλείνεσαι
Προστάζεις τη σιωπή,
μα σημαίνεις την ένταση
Περιβάλλεσαι της μοναξιάς
σκούρο το πέπλο μονάζοντας,
μα αναπέμπεις λευκό το φέγγος της έκρηξης.
Ορίζεις τη νύχτα σαν πολικός αστέρας
ακούσια
Νοείς την ισχύ μυστηρίων που επωάζεις
κι εκούσια
μοιραία
πυκνώνεις στο σύμπαν απέριττη
των θαυμάτων την 'Οψη
θεά
γονατίζεις τους πόθους
και δίνεσαι
σε βροχές
λυγμών ουρανών καθαρτήριων,
σε πλημμυρίδες
βυθίσεων κόσμων,
σε αστραπές
ηφαιστείων,
σε φρουμάσματα
καλπασμών,
σε ιαχές
κόσμων αλώσεων ,
σε δεήσεις
συμπάντων μετουσίωσης,
σε προτροπές κι ικεσίες,
σε κραυγές και σιωπές,
σε ψιθύρους
σε πνιγμούς
σ' αναδύσεις,,
πότε φρενιάζοντας, πότε
μερεύοντας,, πάντα,
πάντα
στο φέγγος της βροχής τ' ουρανού σου
στον κατακλυσμό των φθεγμάτων της όψης σου
στην ηχώ της σιωπής σου...