Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

«Απόγειοι Νόες» Claire Notre-amie

Πέντε η ώρα πάλι και μισή το πρωί
προσφιλής η νίκη φορώντας την πανοπλία της αγρύπνιας
θα σημαδέψει με τα φτερά τις πόρτες

τόποι αυτοεξορίας θα μοιάζουν τα σπίτια
μέχρι να ηχήσει μία-μία τις καμπάνες

κάθε χτύπος, χτύπημα στην προκρούστεια επάρατη νεολογία

πρόσωπο σοβατισμένο με το πορτοκαλί
των ανατολικών δωματίων
στα μήλα, της δύσης χρώματα του μούρου
σώμα από μυρωδιές ψωμιού και χρώματα μαγέρικου

επτασφράγιστες λιωμένες καλημέρες σε στενωπούς καρδιάς
βοούν τα ευχολόγια

“είθε ποτίζοντας άνθη λεμονιάς συναντηθούμε”

η νίκη τα ονόμασε
παραστάτες μονάζοντες, χλοερούς εν ζωή τόπους

η ζωοφόρος τα περίγραψε χαρά χαιρετίζοντας την είσοδο

Υπόγεια προαύλια, ανώγεια λαγούμια, αρχαία τείχη και νέες σήραγγες
Χτισμένοι πλίνθο τον πλίνθο σε πλίνθους πάνω εναλλάξ, άνθρωποι και τυφλοπόντικες

Κάποιος φώναξε βοήθεια
Κάποιος φώναξε μαζευτείτε, μη λιποταχτείτε τώρα
Κάποιος μηχανεύτηκε τον έρωτα
Κάποιος επινόησε την αγάπη
Κάποιοι φώναζαν “Γιοφύρια”

Ήταν η ώρα πέντε πάλι και μισή το πρωί

“Φτάνουν τα διαστήματα
εμείς την θάλασσα γνωρίζουμε” !

και μια ριπή τους αποκάλεσε αργοναύτες

Μα κάτω από το «Αργώ»
έγραφε «Απόγειοι Νόες»
*********************************
Άνθρωπέ μου..

-Άνθρωπέ μου γιατί είσαι σκυθρωπός;
έλα να αλλάξουμε παπούτσια
να μπω στα δικά σου, να μπεις στα δικά μου,
να "μοιραστούμε το ψωμί"...
-Αν μου μειωθεί το μηνιάτικο, πώς θα ξεπληρώσω την bmv; να μπω φυλακή;

-Απλός λαός κι εσύ, μα στη φυλακή που είσαι, δεν έχει συγκρατούμενους χωρίς μηνιάτικο.

36 ώρες μετά, το συνειδητό εισχώρησε το ασυνείδητο.

Σε δυό ώρες έπρεπε και πάλι να βγω στους δρόμους.
Ο επιούσιος αριστερά, μεσαία, δεξιά λωρίδα, με bmv με σαραβαλιασμένους οδηγούς και σαράβαλα που ένας, τους πατάει σταθερά το γκάζι
... κι άλλοι τόσοι συνεπιβάτες έγκλειστοι σαραβαλιασμένοι που δεν έχουν μοίρα..

Αχάραγο, ψιθυρίζοντας στίχους του Αναγνωστάκη:

".. Κι ίσως γι' αυτό να 'θελε ακόμη, πολύ φως να ξημερώσει."

-επανέλαβα ακατάπαυστα-...

"Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,
έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.

Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους.
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία
καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα.
Η πρόγνωσή σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.

Εκεί, προσεκτικά σε μια γωνιά μαζεύω με τάξη,
φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο.
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω."