ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΚΟΙΤΑΖΕΙ,
ΣΚΕΦΤΗΚΕ,
κι όταν κοιτάζει
τίποτα δεν εννοεί.
Από τα μάτια τους
κατεβαίνει
στο υπόγειο. Κάνει
πως τακτοποιεί το χαμόγελο
στη δροσιά (ένα
χαλασμένο συρτάρι).
Το βγάζει, το
μαντάρει, το επιστρέφει στο σκοτάδι.
Απ’ τα ίδια μάτια
ανεβαίνει.
Τώρα τα πράγματά του
είναι σαν τις φωνές
των τραγουδιστών στα
καλοκαιρινά πανηγύρια
– που θολές τις
φέρνει, θολές τις παίρνει μακριά
και θολές τις
επιστρέφει ο άνεμος στ’ αυτιά μας.
Κι έτσι ανεβαίνει σ’
ένα πλοίο.
Χωμένος σε μια γωνιά
του καταστρώματος,
ακουμπισμένος στην
κουπαστή,
παρατηρεί τη θάλασσα
με γυρισμένη την
πλάτη στον κόσμο.
Κάπου κάπου, σταγόνες
θαλασσινού νερού
βρέχουν το πρόσωπό
του.
Τότε κάθεται και
γράφει
το τελευταίο του
γράμμα.
«Λίγες ώρες μες στη
νύχτα
έχουμε μόνο δικές
μας, αγάπη μου
– δικός μας κι ο
παροξυσμός των πουλιών
πάνω στα δέντρα».
**************************************
Ο Αργύρης Παλούκας γεννήθηκε στην Ερμιόνη
της Αργολίδας το 1975. Σπούδασε Θεατρολογία στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται
από το 1994. Κείμενά του (ποιήματα και μελέτες) έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά,
έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες κι έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γαλλικά
και στα γερμανικά. Έχει γράψει τρία βιβλία ποίησης: Το ξέφτι (Μανδραγόρας, 2007), Το
αλάτι πίσω από τ’ αυτί (Κέδρος, 2009), Θέλω
το σώμα μου πίσω (Μεταίχμιο, 2011).