Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

ΚΑΤΕΡΙΝΗ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΟΛΗ

Ελένη Ζαραμητροπούλου
Ειρήνη
Ειρήνη φωνάζουν του κόσμου οι ψυχές ειρήνη ζητάνε οι γεμάτες οι αυλές ειρήνη για
όλους απ' άκρη σ' άκρη στη γη ειρήνη γυρεύουν μεγάλοι μικροί Ειρήνη στο βλέμμα
και μες στις καρδιές όχι στο ψέμα στις μαύρες τις πληγές ειρήνη στην πλάση ως τους
ουρανούς λουλούδια ν' ανθίσουν στους καμμένους τους αγρούς.


Θάνος Κόσυβας
Του Ολύμπου οι φωνές
Μια άσπρη πέτρα απ' το βουνό το θάνατο έκανε βουβό κι απ' του Ολύμπου τις πλαγιές
ορειβατούνε οι φωνές Ποια πρώτη στην κορφή να φτάσει και στο θρόνο των θεών να
κάτσει τους κεραυνούς να διατάζει και τους ανέμους να κοπάζει κι από την στάμνα τη
χρυσή νερό να πίνει κι απ’ τη φωνή της τη μισή ψυχή να δίνει κι από τα στήθη της
φωτιά κι απ' τη γλυκιά της τη ματιά μια δροσοσταλιά.


Βωμός
 Πάνω απ' το βράχο δεν πετάξανε πουλιά κοιτούν από μακριά τα μάρμαρα τα λευκά κι
αν ζει το πνεύμα το άφθαρτο μες τον αιώνα οικοδομεί με μαρμαρόσκονη τον κάλπικο
Παρθενώνα με νέκταρ μεθούν σοφοί θεοί οίνοι Σταγίρων στο σοφό να πιει το αίνιγμα
της Σφίγγας είναι δύσκολο και τί ταξίδι με πλοίο δίχως άνεμο δύσκολο. Δύσκολο
επίσης και στο κώδικα του Αριστοτέλη να βρεις λύση. Κάποιος βωμός θα γίνει
μάρτυρας για κάποια Ιφιγένεια στην τελική κρίση




Αργύρης Ολοκτσίδης
Άρημη ρήμα
Κυνηγημένοι κυνηγοί Αιχμάλωτοι δραπέτες Περήφανοι επαίτες Χαμένοι οδηγοί
Θεοφοβούμενοι υλιστές Πνευματικοί δεόντως Οδόντα αντί οδόντος Ελεήμονες
ληστές Κρυφοστημένη πυρκαγιά Λευκοντυμένος θρήνος Βαλσαμωμένος κρίνος Μια
στείρα Παναγιά Ευτελισμός αντικριστός Φτιασιδωμένο κάλλος Ανάθεμα ο άλλος
Αγέννητος Χριστός


Ευγένιος Παπαδόπουλος. Ι. (Ολύμπιος)
Το παράπονο της αγροτιάς
-Για στρώσε μάννα τον σοφά και βάλε πάλι λαχανίδες έτσι κι’ αλλιώς η αγροτιά
στον κόσμο αυτόν δεν έχει ελπίδες. -Στείλε την μόνη μου αδελφή να δη στον
φούρνο το ψωμί μας τρομάζω μήπως μας καεί ένα ψωμί είν’ η ζωή μας Φέρε το
μπρούσικο κρασί αν και θαρρώ πως
πια ξυνίζει γεύονται βλέπεις οι τρανοί εκείνοι πρώτοι ότι αξίζει. -Δος μου τον σέρτικο
καπνό αυτόν που πάντα περισσεύει ένα τσιγάρο φτωχικό μες’ στην ζωή μας
βασιλεύει. -Για σβήσε μάννα την φωτιά να ξαποστάσει και το τζάκι πάντα οι τρανοί
την αγροτιά θα την ποτίζουν με φαρμάκι!


Κώστας Ζούνζουρας
Καταραμένοι
Καταραμένοι πίσω απ’ τους λόφους δεμένοι με αλυσιδωτές σκέψεις στην
αϋπνία…καταραμένοι. Ηδονίζονται στις σπάνιες στιγμές προσευχόμενοι ανάποδα σε
μαύρο φεγγάρι μιας ατέλειωτης νύχτας λευκές πεινασμένες νυχτερίδες κοιτάζουν τους
ιδρωμένους αγέννητους διαβάτες να κουβαλούν στις κουρασμένες πλάτες τους τα
ξεφτισμένα βιβλία…γυμνά συναισθήματα ετοιμόρροπες γέφυρες, σαν μύγες στο γάλα
κρύβονται αιώνια δίχως πάθος…εκτός χρόνου.


Μάγδα Παπαδημητρίου
Αρχαία είδωλα
Γη, πηλός βροχή. Και ευωδιάζουν τα λουλούδια που μάζευε η Περσεφόνη
Αναγεννιέται η Δήμητρα από τη θλίψη Ναι, αναγεννιούνται οι θεοί και χαράζουν στο
πηλό το σημάδι και την ανάσα τους Αρχαία είδωλα στον πηλό φίδια της γης ο
ηλιάτορας για να μη ξεχάσουν οι θνητοί ΖΩΗ ΥΠΑΡΞΗ Υπόγειες θεότητες που σας
πήρε ο Πλούτωνας σε μακρινό ταξίδι δεν σας ξεχνώ. Ανασαίνω μέσα σας είμαι
απόγονός σας δημιούργημα σας Πάρτε με να χαράξω το φιλί και την πνοή μου Πάρτε
με για να χαρίσω όμορφα αγριόκρινα στην αγκαλιά της Τα είχε σκορπίσει σε κάποιο
αγρό όταν την άρπαξε ο Πλούτωνας.


Θεοχάρης Μπικηρόπουλος
Προδότες
Προδότες άνθρωποι τριγύρω σου χαμογελούν, με άγριες διαθέσεις. Αρπακτικά που
μοίρασαν χιτώνες – σάρκες να χορτάσουν το μίσος. Φυλάξου.


Μίνα Παπανικολάου
Ο Τόπος μου ο άγνωστος
Ο απέραντος, πανέμορφος τόπος μου δεν χώρισε το σαρκίο μου Παράπονο
διαβρωτικό ψυχοφθόρο κι άσβεστο χρόνια με τρώει. Πόσες φορές τα χέρια μου
άπλωσα αγκαλιά να τον περιβάλω να τον φιλήσω απαλά χωρίς να τον χαλάσω Το
βλέμμα πόσες φορές δεν τον παραδιάβηκε σπιθαμή προς σπιθαμή δεν είχε όμως για
μένα μια γωνιά γης ν' αποκτήσω Και τώρα πατρίδα μου ο χρόνος ρίζες μου, τα φτερά
των ανέμων Τόπος μου, οι φωλιές των αγγέλων ζωή μου η ζωή των άλλων Τα θέλω
μου τ' αφήνω πίσω μου Τα πρέπει μου δισάκι φορτίο Και η γη ανάμνηση ελπίδας
παλιάς λησμονημένης που να σταθώ να θυμηθώ να ξεχαστώ να κλάψω έστω;


Γιάννης Σιδηρόπουλος
Υποταγή
Οι ήρωες πεθάνανε νωρίς, τα σύμβολα χαθήκαν μην ψάχνεις άδικα να βρεις προφήτες
που διαβήκαν Οι φύλακες κοιμήθηκαν, δεν έμειναν φρουροί… τα σύνορα αφύλαχτα
τα βρήκαν οι εχθροί Οι άρχοντες χλωμοί κυνηγημένοι. Η θέληση θολή υποταγμένη.
Οι στρατηγοί σιωπούν παροπλισμένοι, συνειδητά αδιαφορούν (και οι πετυχημένοι)
Η κοινωνία αύτανδρη βυθίζεται το πλοίο και οι ταγοί μας άνανδροί θρηνούν για το
φορτίο. Κι αν επιζήσουν μερικοί διασωθέντες ναυαγοί; σκλάβοι σε έρημο νησί τάχα
θα είναι οι τυχεροί; Στη φρίκη κι αν θ’ αντέξουν τί θα περισυλλέξουν;