Τρίτη 15 Μαΐου 2012

"Αποχρώσες ενδείξεις" της Μίνας Παπανικολάου

"Αποχρώσες ενδείξεις"-μια έκθεση εικαστικών
Κείμενο και φωτογραφίες Μίνα Παπανικολάου

***************************************************

Περιδιαβαίνοντας λυρικά των χρωμάτων μονοπάτια, των υλικών και των δεσμεύσεών τους στους καμβάδες και στα ξύλα, μια σκέψη τριβελίζει το μυαλό. Θα πρέπει ναναι όμορφοι ετούτοι εδώ οι άνθρωποι. Όμορφοι, λαμπεροί, ιδιαίτεροι, χαρισματικοί ή νάχουν τη λαβωματιά της  "ιερής τρέλλας", γιατί όχι;

 

Τεχνίτες του ξύλου και της παλέτας, του αρωματικού χρώματος στα πινέλα τους καθώς ανακατέβεται περίτεχνα και λυκνιστά με το χρώμα και "μιλά" με λέξεις μυστικές-φανερωμένες  στο σχήμα που κάθε φορά δίνει ζωή στα άψυχα.

Ντάλιες ναζιάρες και εγωπαθείς μυρτιές, κατακλύζουν το χώρο γύρω μου. Πέτρα, πέτρα το χτίσιμο του σπιτιού, το βλέπεις μπροστά σου να συμβαίνει, έως που ακούς το μυστρί να φτιάχνει φωλιά , ν άνοίγει χέρια αγκαλιές να υποδεχθεί το πολύτιμο της δροσιάς υλικό.


Αγγίζω τους μεταλλικούς  αριθμούς και τα σύμβολα. Το παγωμένο υλικό σφίζει από ζωή. Κρυφακούω μηνύματα ..Κόκκινα καρφιά σταυρωτά και στεφάνια ακάνθινα..Για ποιόν Θεό; Μας βλέπει;  Κουβαλά το Σταυρό ξυπόλητος, πληγωμένος. Μα ακόμα πονάμε.




Με εντόπισε να περιφέρομαι η μικρή ροδαλή παιδούλα της νεότητάς μας.Χαμογελά. Ανταποκρίνομαι αβίαστα. Τι πιο φυσικό απ΄το να χαμογελάς σ΄ένα παιδί που δεν θα μεγαλώσει ποτέ!!




Πιο κάτω κερνά καφέ η αίσθηση της απλότητας σε περιγράμματα λευκά και πράσσινα. Θα πιω!
Νοιώθω τα κύμματα, κοντά είναι η θάλασσα η αγαπημένη μου, και τα κοχύλια, τα  κοράλλια της τα αρπάζω και τα φορώ κολιέ και στολίδι στα μαλλιά μου. Νιώθω την άμμο στην παλάμη μου ν΄αναπνέει αρμύρα και φύκια.



Ακούγονται μουσικές ακορντεόν, βιολιά.. Πλησιάζω και βρίσκω να με περιμένει δίπλα στο ψάθινο τραπέζι μια αναποδογυρισμένη καρέκλα,τσιγάρα sante και μια ανάμνηση αρωματικής νοσταλγίας στο τραπέζι. Θα μείνω για λίγο..
Στη στροφή με αντικρίζει ένας επαναστάτης ήλιος και η Ελλάδα φιμωμένη.Πίκρα. Πώς γίναμε; 
Αμέτοχοι στα τεκταινόμενα  οι ερωτευμένοι...Ούτε που νοιάζονται για τον κατακλυσμό, βαδίζουν αγκαλιασμένοι προς το μέλλον τους και πιο πέρα, μία ντίβα στα κατακκόκκινα μας κοιτά όλους αφ΄υψηλού.
Οι μπαλαρίνες περιστρέφονται γύρω απ΄τον άξονα της γης και η σελήνη  έσκυψε να δει τι συμβαίνει εδώ. Εκάβη, κρυφοκοιτάς με ικανοποίηση, το ξέρω. Δικαιώνουμε συνεχώς το μύθο και τον ανατρέπουμε κατά τη βούλησή μας.



Δεν αντιδράς, ξέρεις πως εδώ συγκεντρώθηκαν τιμητές. Να σου χαρίσω ένα τριαντάφυλλο απ΄το περιβόλι μου; Να σε καλοπιάσω για να μας καλοδεχθείς ξανά.

Τί συντροφιά κι απόψε;;!!!



****************************************************************


Τα μέλη της Ένωσης Εικαστικών Καλλιτεχνών Πιερίας που συμμετέχουν στην ομαδική έκθεση στα πλαίσια των εορτασμών των 100 χρόνων της ελεύθερης Κατερίνης και της Μακεδονίας:

 1. ΑΧΥΡΙΔΟΥ- ΚΟΥΚΑΡΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
2. ΓΑΒΡΗ ΕΙΡΗΝΗ
3.ΓΙΑΜΟΥΖΗ ΚΑΛΛΙΟΠΗ
4.ΓΙΑΜΟΥΖΗ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ
5. ΚΑΖΑΝΤΑΝΙΔΟΥ-ΒΑΡΥΤΙΜΙΔΟΥ ΓΙΩΤΑ
6. ΚΑΜΠΕΡΙΔΗΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ
7. ΚΑΡΑΚΟΥΣΗ ΜΑΡΙΑ
8. ΚΑΡΕΛΑΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ
 9. ΜΑΚΡΗ ΧΑΡΟΥΛΑ
10. ΝΕΣΤΩΡΑΣ ΣΩΤΗΡΗΣ
11. ΞΙΦΙΛΙΝΟΥ ΙΛΟΝΑ
12. ΟΥΣΤΑΜΠΑΣΙΔΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑ
13. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ
14. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΙΝΑ
15. ΠΟΙΚΙΛΙΔΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ
16. ΠΙΤΣΙΑ ΜΑΡΤΙΝΑ
17. ΣΑΚΟΓΛΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
18. ΤΖΕΚΟΥ ΕΙΡΗΝΗ
19.ΤΖΙΑΤΖΙΟΥ ΑΝΝΑ
20. ΧΑΤΖΗΣ ΜΙΧΑΗΛ
21.ΡΑΠΤΗ ΕΛΕΝΑ
22.ΡΟΥΣΟΥ ΜΑΡΙΝΕΛΑ
23.ΣΕΡΕΤΙΔΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
24.ΚΟΣΥΒΑΣ ΘΑΝΟΣ
25. ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ ΛΙΤΣΑ
26.ΚΟΥΖΟΓΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
27. ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
28.ΚΑΡΛΕΤΣΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
29. ΣΕΡΕΤΙΔΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
30.ΒΟΥΒΑΡΗ ΕΛΕΝΗ
31.ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ ΝΟΤΙΣ
32.ΒΑΡΥΤΙΜΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


















Κυριακή 13 Μαΐου 2012

"Το παραμύθι της βροχής"-Τέσυ Μπάιλα-"Ανάγνωση" της Μίνας Παπανικολάου

"Ανάγνωση" της  Μίνας Παπανικολάου
από τις εκδόσεις ΔΟΚΙΜΑΚΗΣ


Πάντα αγαπούσα τις κερασιές. Μου θύμιζαν τον αγαπημένο μου συγγραφέα και ποιητή, τον  Μενέλαο Λουντέμη. Μου θύμιζαν επίσης και την αγαπημένη μου εποχή, την Άνοιξη και  την αδιαπραγμάτευτη επέλασή της, όσο κι αν οι εποχές στις μέρες μας δύσκολα διαχωρίζονται, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Προκλητικό, λοιπόν, το εξώφυλλο με ώθησε στην ανάγνωση του μυθιστορήματος. Καθηλωτική, διαπεραστική η γραφή που συνάντησα και ποιητικός χειμαρρώδης λόγος. Η πλοκή, παραμυθιού με ρεαλιστικές προεκτάσεις, μύθους, παραδόσεις και ιστορίες ζωής, πλεγμένα αρμονικά. Αναδύονται αρώματα Ανατολής σε κάθε σελίδα του μυθιστορήματος, χωρίς να απουσιάζουν παγκόσμιες αξίες και ιδανικά, αρετές και μικρότητες, όπως συμβαίνει παντού και θα συμβαίνει πάντοτε.
Το κύριο χαρακτηριστικό το μυθιστορήματος είναι η επιμονή και η αφοσίωση της δημιουργού στις αξίες και τα ιδανικά που ανυψώνουν τον άνθρωπο ως είδος που οφείλει να ατενίζει ουρανούς, να τους υπηρετεί στις φωτεινές τους στιγμές, προσδοκώντας την αντανάκλαση αυτής της λαμπρότητας πάνω σε όλα τα πλάσματα.
Οι ανατροπές και οι αντιξοότητες δεν είναι αρκετές να αλλοιώσουν την ποιότητα των πρωταγωνιστών, με γραφή προσανατολισμένη σε υποσυνείδητα μηνύματα ανάτασης κι αφοσίωσης σε κανόνες που ενδεχομένως μοιάζουν-για τα δικά μας δεδομένα- αυστηροί, αλλά έχουν καθορίσει την πορεία του λαού της Ιαπωνίας, διαχρονικά.
Την ίδια στιγμή ο αναγνώστης εντοπίζει, διάσπαρτα στο όλο πόνημα,  στοιχεία της Ελληνικής κουλτούρας κι ενδεχομένως ξαφνιάζεται από τις αναπάντεχες ομοιότητες. Ό λυρικός ήχος της βροχής  και η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, το άρωμα των ανθών της κερασιάς, η αυταπάρνηση, η αφοσίωση, ο πόνος  κι η αγάπη, μήπως δεν είναι σ΄ όλο τον κόσμο ίδια; Η απώλεια, ή ο  τρόμος κι η απόγνωση, μήπως δεν έχουν παντού και πάντα τους ίδιους αποδέκτες; Εμάς τους ανθρώπους;  Κι αυτό που μοιάζει με μοναδική και προσωπική υπόθεση του καθενός και της καθεμιάς, όταν χαμηλώνουμε τα βλέφαρα κι ανοίγουμε τις καρδιές στους παράλληλους βίους άλλων, δεν βρίσκουμε θραύσματα δικά μας;
Στο Παραμύθι της Βροχής, οι κύκλοι της γνώσης, πλέκουν αόρατους δεσμούς μέχρι νάρθει η στιγμή που κρίνεται ως δέουσα για την πλήρωση των γραμμένων. Κι όσο κι αν, με πείσμα, αποφεύγουμε την φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, εκείνα μας προσπερνούν κι απαντούν με θυμοσοφική διάθεση σε όλα μας τα ερωτήματα. Ανοίγουν διάπλατα της πύλες της ψυχής μας κι αιτιολογούν το μέχρι πρότινος αναίτιο δάκρυ έως και την πιο αναίτια χαρά.
Και τότε, οι σιωπές δεν είναι παρά το πρώιμο στάδιο της φλύαρης ευτυχίας, με τις ρωγμές και τις μνήμες που την ομορφαίνουν τόσο πολύ!

Καλοτάξιδο!

Τρίτη 8 Μαΐου 2012

Αφιέρωμα: Ναζίμ Χικμέτ

Γιὰ τὴ ζωή

Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ ἔτσι, νὰ ποῦμε, ἀκουμπισμένος σ᾿ ἕναν τοῖχο
μὲ τὰ χέρια σου δεμένα
Ἢ μέσα στ᾿ ἀργαστήρι
Μὲ λευκὴ μπλούζα καὶ μεγάλα ματογυάλια
Θὲ νὰ πεθάνεις, γιὰ νὰ ζήσουνε οἱ ἄνθρωποι,
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲ θά ῾χεις δεῖ τὸ πρόσωπό τους
καὶ θὰ πεθάνεις ξέροντας καλὰ
Πὼς τίποτα πιὸ ὡραῖο, πὼς τίποτα πιὸ ἀληθινὸ
ἀπ᾿ τὴ ζωὴ δὲν εἶναι.
Πρέπει νὰ τηνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ θὰ φυτέυεις, σὰ νὰ ποῦμε,
ἐλιὲς ἀκόμα στὰ ἑβδομῆντα σου
Ὄχι καθόλου γιὰ νὰ μείνουν στὰ παιδιά σου
Μὰ ἔτσι γιατὶ τὸ θάνατο δὲ θὰ τόνε πιστεύεις
Ὅσο κι ἂν τὸν φοβᾶσαι
Μὰ ἔτσι γιατί ἡ ζωὴ θὲ νὰ βαραίνει
                           πιότερο στὴ ζυγαριά.

Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων

Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
εἶναι πιὸ ὄμορφα ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους
πιὸ βαριὰ ἀπὸ ἐλπίδα
πιὸ λυπημένα
πιὸ διαρκῆ.
* * *
Πιότερο ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,
τὰ τραγούδια τους ἀγάπησα.
Χωρὶς ἀνθρώπους μπόρεσα νὰ ζήσω,
ὅμως ποτὲ χωρὶς τραγούδια·
μοὔτυχε ν᾿ ἀπιστήσω κάποτε
στὴν πολυαγαπημένη μου,
ὅμως ποτέ μου στὸ τραγούδι
ποὺ τραγούδησα γι᾿ αὐτήν·
οὔτε ποτὲ καὶ τὰ τραγούδια
μ᾿ ἀπατήσανε.
* * *
Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ γλῶσσα τους
πάντοτε τὰ τραγούδια τὰ κατάλαβα.
* * *
Σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τίποτα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα νὰ πιῶ
καὶ νὰ γευτῶ
ἀπ᾿ ὅσες χῶρες γνώρισα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα ν᾿ ἀγγίξω
καὶ νὰ νιώσω
τίποτα, τίποτα
δὲ μ᾿ ἔκανε ἔτσι εὐτυχισμένον
ὅσο τὰ τραγούδια...

Στοὺς δεκαπέντε συντρόφους

Δὲ χύνουν δάκρυ
     μάτια ποὺ συνηθίσαν νὰ βλέπουνε φωτιὲς
δὲ σκύβουν τὸ κεφάλι οἱ μαχητὲς
              κρατᾶν ψηλὰ τ᾿ ἀστέρι
                             μὲ περηφάνεια
δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ κλαῖμε τοὺς συντρόφους
              τὸ τρομερό σας ὅμως κάλεσμα
                            μὲς στὴ ψυχή μας
              κι οἱ δεκαπέντε σας καρδιὲς
                  θὲ νὰ χτυπᾶνε
                          μαζί μας
              τὸ σιγανό σας βόγγισμα
                            σὰν προσκλητήρι
χτυπᾶ στ᾿ ἀφτιά μας
                 σὰν τὸν ἀντίλαλο βροντῆς.
      Στάχτη θὰ γίνεις κόσμε γερασμένε
             σοῦ ῾ναι γραφτὸς ὁ δρόμος
                            τῆς συντριβῆς
      καὶ δὲ μπορεῖς νὰ μᾶς λυγίσεις
                σκοτώνοντας τ᾿ ἀδέρφια μας τῆς μάχης
καὶ νὰ τὸ ξέρεις
       θὰ βγοῦμε νικητὲς
                κι ἂς εἶναι βαριές μας
                             οἱ θυσίες.
Μαύρη ἐσὺ θάλασσα γαλήνεψε
                         τὰ κύματά σου
καὶ θά ῾ρθει ἡ μέρα ἡ ποθητὴ
            ἡ μέρα της ειρήνης
                         τῆς λευτεριᾶς σου
                                  ὦ ναὶ θά ῾ρθει      
            ἡ μέρα ποὺ θ᾿ ἁρπάξουμε τὶς λόγχες
             ποὺ μὲς στὸ αἷμα τὸ δικό μας
                                 ἔχουνε βαφτεῖ.
1921

Κλαίουσα Ἰτιά

Κυλοῦσε τὸ νερὸ
καὶ στὸν καθρέφτη του γυαλίζονταν ἰτιὲς
τὰ πλούσια τὰ μαλλιά τους λούζαν λυγερές.
Καὶ τὰ σπαθιὰ τ᾿ ἀστραφτερά τους
χτυπώντας στοὺς κορμοὺς
καλπάζαν κατακόκκινοι μὲς στοὺς δρυμοὺς
καλπάζαν πρὸς τὴ δύση
μεθύσι!...
Καὶ τότε ξάφνου
σὰ τὸ πουλὶ τὸ λαβωμένο
τὸ πληγωμένο
στὸ φτερό του
γκρεμίστηκ᾿ ἕνας καβαλάρης
ἀπ᾿ τ᾿ ἄλογό του.
Δὲ σκλήρισε
τοὺς ἄλλους πού ῾φευγαν δὲ ζήτησε
τὰ βουρκωμένα μάτια του ἐγύρισε
μονάχα γιὰ νὰ δεῖ
τὰ πέταλα ποὺ λάμπαν.
Τὸ ποδοβολητὸ ἐσβοῦσε μὲς στὴ φύση
καὶ τ᾿ ἄλογα ἐχάνονταν στὴ δύση!
Καμαρωτοὶ ἐσεῖς καβαλαρέοι
Ὦ κόκκινοι κι ἀστραφτεροὶ καβαλαρέοι
καβαλαρέοι φτερωτοὶ
καμαρωτοὶ
ὡραῖοι!...
Μ᾿ ἴδιες φτεροῦγες πέταξη ἡ ζωὴ ποὺ ῥέει!
Ὁ φλοῖσβος τοῦ νεροῦ σταμάτησε
ἐχάθη
οἱ ἴσκιοι ἐβυθίστηκαν στοῦ σκοταδιοῦ τὰ βάθη
τὰ χρώματα σβηστῆκαν
στὰ μάτια του τὰ πένθιμα
τὰ πέπλα κατεβῆκαν
καὶ τῆς ἰτιᾶς ἡ φυλλωσιὰ
χαϊδεύει τὰ μαλλιά του!
Μὴ κλαῖς ἰτιά μου θλιβερὰ
καὶ μὴ βαριοστενάζεις
πάν᾿ ἀπ᾿ τὰ σκοτεινὰ νερὰ
τὸ δάκρυ μὴ σταλάζεις
Ὦ μὴ στενάζεις
μὲ σφάζεις.
1925

Γιὰ τὰ τραγούδια μου

Δὲν ἔχω πήγασο μὲ σέλαν ἀργυρὴ
οὔτε καὶ πόρους
-ὅπως τοὺς λέν᾿- ἀδήλους
δὲν ἔχω μήτε γῆ
μιὰ σπιθαμὴ
μονάχα ἕνα ποτηράκι μέλι
σὰ νά ῾ναι φλόγα λαμπερή.
Αὐτὸ εἶναι τὸ βιός μου
κι εἶναι καὶ γιὰ τοὺς φίλους
κι ἐνάντια σ᾿ ὅλους τοὺς ἐχθροὺς
ἐντός μου
φυλάγω αὐτὸν τὸν πλοῦτο μου
ἕνα ποτήρι μέλι.
Ὑπομονή, συντρόφοι, ὑπομονὴ
καὶ θὰ ῾ρθει μέρα ἡ τρανὴ
ναὶ θά ῾ρθει!
-Σ᾿ αὐτοὺς πού ῾χουν τὸ μέλι θὲ νὰ ῾ρθεῖ
ἡ μέλισσα ἡ μιὰ
ἀπ᾿ τὴ Βαγδάτη.
1935

Ἡ χώρα αὐτὴ εἶναι δική μας

Ἡ χώρα αὐτὴ π᾿ ὁρμᾶ ἀπ᾿ τὴν Ἀσία μὲ καλπασμὸ
καὶ ποὺ προβάλλει
τ᾿ ὥριο κεφάλι
σὰν τὸ πουλάρι
γεμάτο χάρη
πρὸς τῆς Μεσόγειος τὸ νερὸ
ἡ χώρ᾿ αὐτὴ εἶναι δική μας
μὲ ματωμένους τοὺς καρποὺς
δόντια σφιγμένα
πόδια γυμνά.
Σὰ μεταξένιο τούτη ἡ γῆ μας
εἶναι χαλί μας
τούτη ἡ γῆ μας
ἡ κόλασή μας
τούτ᾿ ἡ παράδεισο
εἶναι δική μας.
Ἡ θέλησή μας
τώρα τρανεύει
νά ῾ναι δική μας
παντοτινὰ
νὰ ζοῦμε λεύτεροι σὰ δέντρα
σὰ τὰ δεντρὰ τοῦ ἴδιου δάσου
ἀδερφωμένα
ἀγκαλιαστά.
1948

Αὐτὸ εἶναι ὅλο

Ζῶ στὴ φεγγοβολὴ
ποὺ προχωράει
ὁλόγιομα τὰ χέρια μου
μὲ πόθους
κι ὁ κόσμος εἶναι ὄμορφος πολὺ
μοσκοβολάει.
Τὰ μάτια μου λιμπίστηκαν
τὰ δέντρα
τὰ δέντρα ποὺ γιόμισαν ἐλπίδες
καὶ ντύθηκαν τὴ πράσινη στολὴ
τὸ λιόχαρο δρομάκι προχωράει
σ᾿ ὁλόδροσο χαλὶ
κι ἀπ᾿ τὸ φεγγίτη μὲ καλεῖ
στὶς πράσινες νησίδες.
Κι οὔτε μυρίζομαι τὰ φάρμακα
τ᾿ ἀναρρωτήριο πιὰ δὲ βρωμάει
-θ᾿ ἀνοίξουν τὰ γαρούφαλα
ἡ ὥρα ἡ καλή-
Τί τάχα ἂν εἶσαι φυλακή;
Νὰ μὴ λυγᾶς!
αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο.
Δὲν εἶναι ἄλλη συμβουλή.
1948

Δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ τραγουδᾶμε

Δὲ μᾶς ἀφήνουν Ῥόμπσον νὰ τραγουδᾶμε
δὲ μᾶς ἀφήνουν καναρίνι
πού ῾χεις φτερὰ ἀητοῦ
μαῦρε ἀδερφέ μου
δόντια ποὺ ἔχεις
μαργαριτάρια
δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ ψηλώσουμε φωνή.
Φοβοῦνται Ῥόμπσον
φοβοῦνται τὴν αὐγή,
ν᾿ ἀκούσουνε φοβοῦνται
καὶ ν᾿ ἀγγίσουν
φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουν
φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουνε σὰν τὸν Φερχὰτ
(Ἀλήθεια θὰ ῾χετε κι ἐσεῖς ἕναν Φερχὰτ
οἱ νέγροι πῶς νὰ τόνε λένε Ῥόμπσον;)
Φοβοῦνται τὰ γεννήματα
τὴ γῆς
τὸ γάργαρο νερὸ φοβοῦνται τῆς πηγῆς
φοβοῦνται
νὰ θυμοῦνται
καὶ τὶς χαρές τους
τὸ χέρι ἑνὸς φίλου δὲν ἔσφιξε ποτέ τους
τὸ χέρι τους
ζεστὸ
σὰν τὸ πουλὶ
χωρὶς νὰ θέλει σκόντα
προμήθειες
ἡ κάποια ἀναβολὴ
στὴ πλερωμή.
Φοβοῦνται τὴν ἐλπίδα
φοβοῦνται Ῥόμπσον νὰ ἐλπίσουν
φοβοῦνται καναρίνι
πού ῾χεις φτερὰ ἀητοὺ
φοβοῦνται τὰ τραγούδια μας
μὴ τοὺς τσακίσουν.
Ὀχτώβρης 1949

Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ γαρύφαλο

Ἔχω πάνω στὸ τραπέζι μου
τὴ φωτογραφία τοῦ ἀνθρώπου
μὲ τ᾿ ἄσπρο γαρούφαλο
ποὺ τὸν τουφέκισαν
στὸ μισοσκόταδο
πρὶν τὴν αὐγὴ
κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς τῶν προβολέων.
Στὸ δεξί του χέρι
κρατᾶ ἕνα γαρούφαλο
πού ῾ναι σὰ μιὰ φούχτα φῶς
ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ θάλασσα
τὰ μάτια του τὰ τολμηρὰ
τὰ παιδικὰ
κοιτάζουν ἄδολα
κάτω ἀπ᾿ τὰ βαριὰ μαῦρα τους φρύδια
ἔτσι ἄδολα
ὅπως ἀνεβαίνει τὸ τραγούδι
σὰ δίνουν τὸν ὅρκο τους
οἱ κομμουνιστές.
Τὰ δόντια του εἶναι κάτασπρα
ὁ Μπελογιάννης γελᾶ
καὶ τὸ γαρούφαλο στὸ χέρι του
εἶναι σὰν τὸ λόγο πού ῾πε στοὺς ἀνθρώπους
τὴ μέρα τῆς λεβεντιᾶς
τὴ μέρα τῆς ντροπῆς.
Αὐτὴ ἡ φωτογραφία
βγῆκε στο δικαστήριο
ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴ θανατικὴ καταδίκη.
Ἀπρίλης 1952


Μονάκριβή μου

(ἀπόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
Μονάκριβή μου ἐσὺ στὸν κόσμο
μοῦ λὲς στὸ τελευταῖο σου γράμμα:
«πάει νὰ σπάσει τὸ κεφάλι μου, σβήνει ἡ καρδιά μου,
Ἂν σὲ κρεμάσουν, ἂν σὲ χάσω θὰ πεθάνω».
Θὰ ζήσεις, καλή μου, θὰ ζήσεις,
Ἡ ἀνάμνησή μου σὰν μαῦρος καπνὸς
θὰ διαλυθεῖ στὸν ἄνεμο.
Θὰ ζήσεις, ἀδελφή με τὰ κόκκινα μαλλιὰ τῆς καρδιᾶς μου
Οἱ πεθαμένοι δὲν ἀπασχολοῦν πιότερο ἀπό ῾να χρόνο
τοὺς ἀνθρώπους τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.
Ὁ θάνατος
Ἕνας νεκρὸς ποὺ τραμπαλίζεται στὴν ἄκρη τοῦ σκοινιοῦ
σὲ τοῦτον ῾δῶ τὸ θάνατο δὲν ἀντέχει ἡ καρδιά μου.
Μὰ νά ῾σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,
ἂν τὸ μαῦρο καὶ μαλλιαρὸ χέρι ἑνὸς φουκαρᾶ ἀτσίγγανου
περάσει στὸ λαιμό μου τὴ θηλειὰ
ἄδικα θὰ κοιτᾶνε μὲς στὰ γαλάζια μάτια τοῦ Ναζὶμ νὰ δοῦν τὸ φόβο.
Στὸ σούρπωμα τοῦ στερνοῦ μου πρωινοῦ
θὰ δῶ τοὺς φίλους μου καὶ σένα.
Καὶ δὲ θὰ πάρω μαζί μου κάτου ἀπὸ τὸ χῶμα
παρὰ μόνο τὴν πίκρα ἑνὸς ἀτέλειωτου τραγουδιοῦ.
Γυναίκα μου
Μέλισσά μου μὲ τὴ χρυσὴ καρδιὰ
Μέλισσά μου μὲ τὰ μάτια πιὸ γλυκὰ ἀπ᾿ τὸ μέλι
Τί κάθησα καὶ σοῦ ῾γραψα πὼς ζήτησαν τὸ θάνατό μου.
Ἡ δίκη μόλις ἄρχισε
Δὲν κόβουν δὰ καὶ στὰ καλὰ καθούμενα ἔτσι τὸ κεφάλι
ὅπως ἕνα γογγύλι.
Ἔλα, ἔλα, μή μου σκᾶς
Αὐτὰ εἶναι μακρινὰ ἐνδεχόμενα.
Ἂν ἔχεις τίποτα λεφτὰ
Ἀγόρασέ μου ἕνα μάλλινο σώβρακο
Μοῦ μένει ἀκόμα κείνη ἡ ἰσχιαλγία στὸ πόδι
Καὶ μὴν ξεχνᾶς πὼς ἡ γυναίκα ἑνὸς φυλακισμένου
Δὲν πρέπει νά ῾χει μαῦρες ἔγνοιες.

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Ήλιος πάνω στο μνημείο-Ν. Λυγερός

Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά Βίκυ Τσατσαμπά



Ακόμα και όταν έβρεχε χωρίς σταματημό
ήταν δυνατόν να δούμε
τον ήλιο της δικαιοσύνης
να λούζει το μνημείο των θυμάτων
επειδή καμία λήθη δεν είναι επιτρεπτή
έναντι στο έγκλημα της γενοκτονίας
ειδάλλως θα ήταν μια αρχιτεκτονική
εντελώς άδεια νοήματος
μέσα στο ανθρώπινο πλαίσιο
που παραμένει το μόνο κριτήριο
αποδεκτό και αντάξιο
όσον αφορά την Ανθρωπότητα.

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Ο Μάιος στην ιστορία





πηγή:wikipedia
 Κατά τον Πλούταρχο (Βίος Νουμά 19) η ονομασία του Μήνα (Maja) προήλθε από το όνομα της νύμφης Μαίας που ήταν η ομορφότερη από τις Πλειάδες τις επτά κόρες του Άτλαντα (Ατλαντίδες) και της Πλειόνης και μητέρα του θεού Ερμή στον οποίο ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος. Από άλλους υποστηρίζεται ότι αυτό το όνομα είναι προσδιοριστικό πρεσβύτερης ηλικίας εκ του major (μεγαλύτερος): «Μαϊώρεις γαρ οι πρεσβύτεροι» (Πλούταρχος), ο δε Οβίδιος παράγει το όνομα του μήνα από το Majestas (Μεγαλειότης) που έχει αποδεχθεί και ο τεκτονισμός.
Στην αρχαία Ρώμη κατά τον μήνα Μάιο τελούνταν γιορτές προς τιμή της πηγαίας Νύμφης Ηγερίας, στο άλσος της, προς ανάμνηση των συμβουλών της, που παρέσχε στον Νουμά για τις θρησκευτικές αρχές που εισήγαγε στη Ρώμη. Κατά δε την 1η (Μπόνα Ντέα) και 2η Μαΐου συνεχιζόντουσαν τα από 28 Απριλίου αρχόμενα Φλοράλια, εορτές προς τιμή της θεάς της βλάστησης της Χλωρίδας (Flora). Επίσης κατά τον ίδιο μήνα οι Ρωμαίοι τελούσαν τα "Lemuria" Μειλίχια που ήταν εορτές προς ιλασμό των ψυχών των νεκρών. Στη τέχνη τον μήνα Μάιο οι Ρωμαίοι τον παρίσταναν με μορφή μεσήλικου άνδρα που έφερε πλατύ χιτώνα με μεγάλες περιχειρίδες (σαν το σημερινό ράσο) και έχοντας στη κεφαλή το κάνιστρο γεμάτο άνθη ενώ στα πόδια του υπήρχε ένα παγώνι (ταώς) με ανοιγμένα τα φτερά.
Ο Μάιος συνδέεται επίσης και με την όλη πορεία της Βασιλεύουσας πόλης του Μεγάλου Κωνσταντίνου του οποίου τη μνήμη γιορτάζουμε στις 21 του μήνα. Δέκα ημέρες νωρίτερα γιορτάζονται τα γενέθλια ή εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης κατά το έτος 330 μ.Χ., ενώ στις 29 η μνήμη μας γυρνάει πίσω στην Άλωσή της (1453). Η απόφαση του Κωνσταντίνου να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου πάρθηκε το έτος 324. Σύμφωνα με την παράδοση ο ίδιος ο Κωνσταντίνος , κρατώντας ένα ακόντιο, χάραξε τα σύνορα της πόλης που φάνηκαν πολύ μεγάλα στους συμβούλους του. Έτσι τον ρώτησαν πόσο θα προχωρήσει ακόμη, κι εκείνος τους απάντησε: «Θα προχωρήσω μέχρις ότου σταματήσει αυτός που προχωρεί εμπρός μου».

 Ο Μάιος στην Ελληνική λαογραφία
Παρ’ όλο που γενικά ο Μάιος θεωρείται ως ο τελευταίος μήνας της Άνοιξης, είναι στην ουσία το μέσο της ανθοφόρας αυτής εποχής αφού το Καλοκαίρι δεν αρχίζει παρά δύο δεκαήμερα μετά το τέλος του, στις 21 Ιουνίου. Ο Μάιος, είναι πράγματι «μήνας χαράς και λατρείας της βλάστησης, με δοξασίες και έθιμα διαχρονικού χαρακτήρα», όπως το παραδοσιακό έθιμο με το πρωτομαγιάτικο στεφάνι το οποίο στολίζει την πόρτα του σπιτιού μέχρι τις 24 Ιουνίου οπότε καίγεται στις φωτιές του Αϊ-Γιάννη. Οι λαϊκές προλήψεις θεωρούν τον Μάιο «μαγεμένο» γι’ αυτό αποφεύγονται οι γάμοι και οι σοβαρές εργασίες στη διάρκειά του, εξ ου και η παροιμία «Στον καταραμένο τόπο, τον Μάη μήνα βρέχει». Όλοι οι λαοί, πάντως, την Πρωτομαγιά γιόρταζαν την ανθοφορία της Φύσης και την απαρχή των «καλών καιρών». Κι ενώ οι λαϊκές παροιμίες, όπως, «Μάη μου, Μάη δροσερέ κι Απρίλη λουλουδάτε» και «ο Μάης έχει τ’ όνομα κι ο Απρίλης τα λουλούδια», προσπαθούν να μας επαναφέρουν στην τάξη, οι παιδικές αναμνήσεις δεν μας το επιτρέπουν. Κι έτσι συνεχίζουμε να τραγουδάμε: «Ο Μάιος μας έφτασε/εμπρός βήμα ταχύ/να τον προϋπαντήσουμε/παιδιά στην εξοχή».

 Πρωτομαγιά

Aπεικόνιση των διαδηλώσεων στο Σικάγο τον Μάη του 1886.
Η 1 Μαΐου έχει χαρακτηρισθεί σχεδόν παγκόσμια ημέρα αργίας (αν και δεν είναι αργία, είν' απεργία) και διατυπώσεων των διεκδικήσεων των εργαζομένων, αφού είναι συνδεδεμένη με το εργατικό κίνημα όταν το 1886 έγιναν οι μεγάλες διαδηλώσεις στο Σικάγο με αίτημα τα τρία οχτάρια: οχτώ ώρες εργασίας, οχτώ ψυχαγωγία και οχτώ ύπνος. Στην χώρα μας, η απεργία των καπνεργατών του 1936 στη Θεσσαλονίκη βάφτηκε με αίμα που καταγράφηκε, στις εφημερίδες της άλλης ημέρας, με μια χαρακτηριστική φωτογραφία η οποία έδειχνε μια μάνα να οδύρεται πάνω από το σκοτωμένο της παιδί. Η φωτογραφία εκείνη ενέπνευσε τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο»: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες/μέρα Μαγιού σε χάνω…».
 Άλλα στοιχεία
Στο παλιό Ιαπωνικό ημερολόγιο, ο μήνας καλείται Σατσούκι (Ιαπωνικά: 皐月). Είναι επίσης ένα κοινό όνομα για τις γυναίκες. Στην Ιαπωνία, υπάρχει η αποκαλούμενη ασθένεια του Μάη, ένα είδος ασθένειας όπου οι νέοι σπουδαστές ή οι εργαζόμενοι αρχίζουν να βαριούνται το σχολείο ή την εργασία τους. Οφείλεται σε μια ιαπωνική συνήθεια που όλα τα σχολικά έτη και τα οικονομικά έτη αρχίζουν την 1η Απριλίου.
Στα Φινλανδικά, ο μήνας καλείται toukokuu, που σημαίνει "ο μήνας της σποράς". Στα Σλοβένικα, καλείται veliki traven, ποια μέσα που σημαίνει "ο μήνας της υψηλής χλόης".





Η Μαία στην ελληνική μυθολογία είναι μία από τις Πλειάδες, τις εφτά κόρες του Άτλαντα και της Πλειώνης ή Πληιόνης. Οι Πλειάδες γεννήθηκαν στο όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας, και πολλές φορές τις ονομάζουν και θεές του βουνού. Η Μαία ήταν η μεγαλύτερη, ομορφότερη και περισσότερο συνεσταλμένη αδερφή.
Αναφέρεται άλλοτε ως Πλειάς και άλλοτε ως Ατλαντίς εκ των ονομάτων των γονιών της. Ο Σιμωνίδης την αναφέρει ως «ελικοβλέφαρον» και «ιοπλόκαμον». Αλλά και οι άλλοι ποιητές εξυμνούν το κάλλος της και τη χαρακτηρίζουν ως την ωραιότερη των Πλειάδων.
  • Η Μαία, η πρώτη και ομορφότερη, μητέρα του Ερμή
  • Η Ταϋγέτη, μητέρα του πρώτου βασιλιά της Σπάρτης Λακεδαίμονα
  • Η Ηλέκτρα, μητέρα του Δάρδανου, γενάρχη των Τρώων και του Ημαθίωνα, βασιλιά της Σαμοθράκης
  • Η Στερόπη, σύζυγος του ήρωα Οινόμαου
  • Η Κελαινώ, μητέρα του ήρωα Λύκου
  • Η Αλκυόνη, που μεταμορφώθηκε σε πουλί από το Δία, και
  • Η Μερόπη, σύζυγος του Σίσυφου και μητέρα του Γλαύκου

Μύθοι
Σύμφωνα με τους Ομηρικούς ύμνους, η Μαία ζούσε απομονωμένη σε μια σπηλιά στην Κυλλήνη. Εκεί ενώθηκε με τον Δία όπου αργότερα: «Ζηνί τέκε κύδιμον Ερμήν, ιερόν λέχος εισαναβάσα» (=γέννησε στον Δία τον δοξασμένο θεό Ερμή, από τον ύπνο της στο ιερό κρεβάτι) (Ησιόδου Θεογονία 938).
Μετά τη γέννησή του, η Μαία έβαλε τον Ερμή να κοιμηθεί, εκείνος όμως πήδηξε απο την κούνια του και βγήκε έξω. Όπως έπαιζε βρήκε μια χελώνα, με το καβούκι της οποίας δημιούργησε μια λύρα. Το ίδιο βράδυ έφτασε στην Πιερία, όπου σκαρφίστηκε ένα κόλπο και έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα. Η Μαία αρνήθηκε να πιστέψει τον Απόλλωνα που αποκάλεσε τον Ερμή κλέφτη και τότε ο Δίας πήρε το μέρος του Απόλλωνα. Τελικά, ο Απόλλωνας αντάλλαξε τα βόδια για τη λύρα που είχε φτιάξει ο Ερμής.
Η Μαία προστάτεψε επίσης τον Αρκάδα απο τη μανία της Ήρας, που μετέτρεψε τη μητέρα του Καλλιστώ σε αρκούδα.
  • Ο αστεροειδής 66 Μαία (66 Maja), ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1861, πήρε το όνομά του από το μυθικό αυτό πρόσωπο.