Γιὰ τὴ ζωή
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ ἔτσι, νὰ ποῦμε, ἀκουμπισμένος σ᾿ ἕναν τοῖχο
μὲ τὰ χέρια σου δεμένα
Ἢ μέσα στ᾿ ἀργαστήρι
Μὲ λευκὴ μπλούζα καὶ μεγάλα ματογυάλια
Θὲ νὰ πεθάνεις, γιὰ νὰ ζήσουνε οἱ ἄνθρωποι,
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲ θά ῾χεις δεῖ τὸ πρόσωπό τους
καὶ θὰ πεθάνεις ξέροντας καλὰ
Πὼς τίποτα πιὸ ὡραῖο, πὼς τίποτα πιὸ ἀληθινὸ
ἀπ᾿ τὴ ζωὴ δὲν εἶναι.
Πρέπει νὰ τηνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ θὰ φυτέυεις, σὰ νὰ ποῦμε,
ἐλιὲς ἀκόμα στὰ ἑβδομῆντα σου
Ὄχι καθόλου γιὰ νὰ μείνουν στὰ παιδιά σου
Μὰ ἔτσι γιατὶ τὸ θάνατο δὲ θὰ τόνε πιστεύεις
Ὅσο κι ἂν τὸν φοβᾶσαι
Μὰ ἔτσι γιατί ἡ ζωὴ θὲ νὰ βαραίνει
πιότερο στὴ ζυγαριά.
|
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
εἶναι πιὸ ὄμορφα ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους
πιὸ βαριὰ ἀπὸ ἐλπίδα
πιὸ λυπημένα
πιὸ διαρκῆ.
* * *
Πιότερο ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,
τὰ τραγούδια τους ἀγάπησα.
Χωρὶς ἀνθρώπους μπόρεσα νὰ ζήσω,
ὅμως ποτὲ χωρὶς τραγούδια·
μοὔτυχε ν᾿ ἀπιστήσω κάποτε
στὴν πολυαγαπημένη μου,
ὅμως ποτέ μου στὸ τραγούδι
ποὺ τραγούδησα γι᾿ αὐτήν·
οὔτε ποτὲ καὶ τὰ τραγούδια
μ᾿ ἀπατήσανε.
* * *
Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ γλῶσσα τους
πάντοτε τὰ τραγούδια τὰ κατάλαβα.
* * *
Σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τίποτα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα νὰ πιῶ
καὶ νὰ γευτῶ
ἀπ᾿ ὅσες χῶρες γνώρισα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα ν᾿ ἀγγίξω
καὶ νὰ νιώσω
τίποτα, τίποτα
δὲ μ᾿ ἔκανε ἔτσι εὐτυχισμένον
ὅσο τὰ τραγούδια...
|
Στοὺς δεκαπέντε συντρόφους
Δὲ χύνουν δάκρυ
μάτια ποὺ συνηθίσαν νὰ βλέπουνε φωτιὲς
δὲ σκύβουν τὸ κεφάλι οἱ μαχητὲς
κρατᾶν
ψηλὰ τ᾿ ἀστέρι
μὲ περηφάνεια
δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ κλαῖμε τοὺς συντρόφους
τὸ
τρομερό σας ὅμως κάλεσμα
μὲς στὴ ψυχή μας
κι
οἱ δεκαπέντε σας καρδιὲς
θὲ νὰ χτυπᾶνε
μαζί μας
τὸ
σιγανό σας βόγγισμα
σὰν προσκλητήρι
χτυπᾶ στ᾿ ἀφτιά μας
σὰν τὸν ἀντίλαλο βροντῆς.
Στάχτη θὰ γίνεις κόσμε γερασμένε
σοῦ ῾ναι
γραφτὸς ὁ δρόμος
τῆς συντριβῆς
καὶ δὲ μπορεῖς νὰ μᾶς λυγίσεις
σκοτώνοντας τ᾿ ἀδέρφια μας τῆς μάχης
καὶ νὰ τὸ ξέρεις
θὰ βγοῦμε νικητὲς
κι ἂς εἶναι βαριές μας
οἱ θυσίες.
Μαύρη ἐσὺ θάλασσα γαλήνεψε
τὰ κύματά σου
καὶ θά ῾ρθει ἡ μέρα ἡ ποθητὴ
ἡ μέρα της ειρήνης
τῆς λευτεριᾶς σου
ὦ ναὶ θά ῾ρθει
ἡ μέρα ποὺ θ᾿
ἁρπάξουμε τὶς λόγχες
ποὺ μὲς
στὸ αἷμα τὸ δικό μας
ἔχουνε βαφτεῖ.
1921
|
Κλαίουσα Ἰτιά
Κυλοῦσε τὸ νερὸ
καὶ στὸν καθρέφτη του γυαλίζονταν ἰτιὲς
τὰ πλούσια τὰ μαλλιά τους λούζαν λυγερές.
Καὶ τὰ σπαθιὰ τ᾿ ἀστραφτερά τους
χτυπώντας στοὺς κορμοὺς
καλπάζαν κατακόκκινοι μὲς στοὺς δρυμοὺς
καλπάζαν πρὸς τὴ δύση
μεθύσι!...
Καὶ τότε ξάφνου
σὰ τὸ πουλὶ τὸ λαβωμένο
τὸ πληγωμένο
στὸ φτερό του
γκρεμίστηκ᾿ ἕνας καβαλάρης
ἀπ᾿ τ᾿ ἄλογό του.
Δὲ σκλήρισε
τοὺς ἄλλους πού ῾φευγαν δὲ ζήτησε
τὰ βουρκωμένα μάτια του ἐγύρισε
μονάχα γιὰ νὰ δεῖ
τὰ πέταλα ποὺ λάμπαν.
Τὸ ποδοβολητὸ ἐσβοῦσε μὲς στὴ φύση
καὶ τ᾿ ἄλογα ἐχάνονταν στὴ δύση!
Καμαρωτοὶ ἐσεῖς καβαλαρέοι
Ὦ κόκκινοι κι ἀστραφτεροὶ καβαλαρέοι
καβαλαρέοι φτερωτοὶ
καμαρωτοὶ
ὡραῖοι!...
Μ᾿ ἴδιες φτεροῦγες πέταξη ἡ ζωὴ ποὺ ῥέει!
Ὁ φλοῖσβος τοῦ νεροῦ σταμάτησε
ἐχάθη
οἱ ἴσκιοι ἐβυθίστηκαν στοῦ σκοταδιοῦ τὰ βάθη
τὰ χρώματα σβηστῆκαν
στὰ μάτια του τὰ πένθιμα
τὰ πέπλα κατεβῆκαν
καὶ τῆς ἰτιᾶς ἡ φυλλωσιὰ
χαϊδεύει τὰ μαλλιά του!
Μὴ κλαῖς ἰτιά μου θλιβερὰ
καὶ μὴ βαριοστενάζεις
πάν᾿ ἀπ᾿ τὰ σκοτεινὰ νερὰ
τὸ δάκρυ μὴ σταλάζεις
Ὦ μὴ στενάζεις
μὲ σφάζεις.
1925
|
Γιὰ τὰ τραγούδια μου
Δὲν ἔχω πήγασο μὲ σέλαν ἀργυρὴ
οὔτε καὶ πόρους
-ὅπως τοὺς λέν᾿- ἀδήλους
δὲν ἔχω μήτε γῆ
μιὰ σπιθαμὴ
μονάχα ἕνα ποτηράκι μέλι
σὰ νά ῾ναι φλόγα λαμπερή.
Αὐτὸ εἶναι τὸ βιός μου
κι εἶναι καὶ γιὰ τοὺς φίλους
κι ἐνάντια σ᾿ ὅλους τοὺς ἐχθροὺς
ἐντός μου
φυλάγω αὐτὸν τὸν πλοῦτο μου
ἕνα ποτήρι μέλι.
Ὑπομονή, συντρόφοι, ὑπομονὴ
καὶ θὰ ῾ρθει μέρα ἡ τρανὴ
ναὶ θά ῾ρθει!
-Σ᾿ αὐτοὺς πού ῾χουν τὸ μέλι θὲ νὰ ῾ρθεῖ
ἡ μέλισσα ἡ μιὰ
ἀπ᾿ τὴ Βαγδάτη.
1935
|
Ἡ χώρα αὐτὴ εἶναι δική
μας
Ἡ χώρα αὐτὴ π᾿ ὁρμᾶ ἀπ᾿ τὴν Ἀσία μὲ καλπασμὸ
καὶ ποὺ προβάλλει
τ᾿ ὥριο κεφάλι
σὰν τὸ πουλάρι
γεμάτο χάρη
πρὸς τῆς Μεσόγειος τὸ νερὸ
ἡ χώρ᾿ αὐτὴ εἶναι δική μας
μὲ ματωμένους τοὺς καρποὺς
δόντια σφιγμένα
πόδια γυμνά.
Σὰ μεταξένιο τούτη ἡ γῆ μας
εἶναι χαλί μας
τούτη ἡ γῆ μας
ἡ κόλασή μας
τούτ᾿ ἡ παράδεισο
εἶναι δική μας.
Ἡ θέλησή μας
τώρα τρανεύει
νά ῾ναι δική μας
παντοτινὰ
νὰ ζοῦμε λεύτεροι σὰ δέντρα
σὰ τὰ δεντρὰ τοῦ ἴδιου δάσου
ἀδερφωμένα
ἀγκαλιαστά.
1948
|
Αὐτὸ εἶναι ὅλο
Ζῶ στὴ φεγγοβολὴ
ποὺ προχωράει
ὁλόγιομα τὰ χέρια μου
μὲ πόθους
κι ὁ κόσμος εἶναι ὄμορφος πολὺ
μοσκοβολάει.
Τὰ μάτια μου λιμπίστηκαν
τὰ δέντρα
τὰ δέντρα ποὺ γιόμισαν ἐλπίδες
καὶ ντύθηκαν τὴ πράσινη στολὴ
τὸ λιόχαρο δρομάκι προχωράει
σ᾿ ὁλόδροσο χαλὶ
κι ἀπ᾿ τὸ φεγγίτη μὲ καλεῖ
στὶς πράσινες νησίδες.
Κι οὔτε μυρίζομαι τὰ φάρμακα
τ᾿ ἀναρρωτήριο πιὰ δὲ βρωμάει
-θ᾿ ἀνοίξουν τὰ γαρούφαλα
ἡ ὥρα ἡ καλή-
Τί τάχα ἂν εἶσαι φυλακή;
Νὰ μὴ λυγᾶς!
αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο.
Δὲν εἶναι ἄλλη συμβουλή.
1948
|
Δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ τραγουδᾶμε
Δὲ μᾶς ἀφήνουν Ῥόμπσον νὰ τραγουδᾶμε
δὲ μᾶς ἀφήνουν καναρίνι
πού ῾χεις φτερὰ ἀητοῦ
μαῦρε ἀδερφέ μου
δόντια ποὺ ἔχεις
μαργαριτάρια
δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ ψηλώσουμε φωνή.
Φοβοῦνται Ῥόμπσον
φοβοῦνται τὴν αὐγή,
ν᾿ ἀκούσουνε φοβοῦνται
καὶ ν᾿ ἀγγίσουν
φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουν
φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουνε σὰν τὸν Φερχὰτ
(Ἀλήθεια θὰ ῾χετε κι ἐσεῖς ἕναν Φερχὰτ
οἱ νέγροι πῶς νὰ τόνε λένε Ῥόμπσον;)
Φοβοῦνται τὰ γεννήματα
τὴ γῆς
τὸ γάργαρο νερὸ φοβοῦνται τῆς πηγῆς
φοβοῦνται
νὰ θυμοῦνται
καὶ τὶς χαρές τους
τὸ χέρι ἑνὸς φίλου δὲν ἔσφιξε ποτέ τους
τὸ χέρι τους
ζεστὸ
σὰν τὸ πουλὶ
χωρὶς νὰ θέλει σκόντα
προμήθειες
ἡ κάποια ἀναβολὴ
στὴ πλερωμή.
Φοβοῦνται τὴν ἐλπίδα
φοβοῦνται Ῥόμπσον νὰ ἐλπίσουν
φοβοῦνται καναρίνι
πού ῾χεις φτερὰ ἀητοὺ
φοβοῦνται τὰ τραγούδια μας
μὴ τοὺς τσακίσουν.
Ὀχτώβρης 1949
|