«Οι θρακιώτες πρόσφυγες της Κατερίνης και του Ν.Πιερίας θυμούνται
και μιλούν για τις αλησμόνητες πατρίδες»,
του ΘΑΝΑΣΗ .ΜΙΣΙΤΣΑΚΗ
από τις εκδόσεις ΜΑΤΙ, 2013.
ΑΝΑΓΝΩΣΗ
της Μίνας Παπανικολάου
Η
μνήμη αποτελεί υπερεκτιμημένη αξία κάθε φορά που ανακαλεί εικόνες και
συναισθήματα ανούσια. Δεν σε οδηγεί πουθενά. Απεναντίας σε οδηγεί στο
παρελθόν ανώφελα, κυρίως όταν αδυνατεί να διδάξει.
Όταν
διδάσκει όμως, ενισχύει το βίωμα, εναποθέτει ακριβά νοήματα στις ρωγμές του
παρελθόντος, ισχυρή σαν το πλέον ισχυρό αναλγητικό.
Στο
βιβλίο του Θανάση Μισιτσάκη «Μνήμες από τη Θράκη», η μνήμη γίνεται σύμμαχος σ΄
έναν αγώνα ανάδυσης και διατήρησης ενός πολύτιμου ιστού του σώματος που
ονομάζεται Νεότερη Ελληνική Ιστορία. Πέραν της πληθώρας ιστορικών δεδομένων,
χαρτών, εικόνων, το υλικό που
συγκεντρώθηκε από τον συγγραφέα προσεκτικά έως με ευλάβεια, αποτελεί πολύτιμη
παρακαταθήκη για το μέλλον, όχι μόνο των Θρακών της Πιερίας, αλλά ολόκληρης της
χώρας. Η καταγραφή δεν ήταν εύκολη καθώς συχνά ενεπλάκη συναισθηματικά ο ίδιος
ο συγγραφέας με τα εξιστορούμενα. Τον
αφορούσαν και τον πονούσαν. Πώς αλλιώς άλλωστε; Αυτές είναι οι πατρογονικές
μνήμες, που οι πολιτικές δεν υπολογίζουν ποτέ και προσπαθούν να μας πείσουν πως λειτουργούν έτσι ή αλλιώς, για «το καλό μας».
Στην
εποχή της αμφισβήτησης και της απομυθοποίησης των πάντων, η ιστορία όπως περιγράφεται κάθε
φορά που αλλάζει η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ή αλλάζει ο επίσημος
φορέας ο επιφορτισμένος με την
αρμοδιότητα προσθαφαίρεσης κεφαλαίων στα σχολικά βιβλία, συμπυκνώνοντας όλο και πιο
πολύ δεδομένα, καθιστά υπεύθυνο το δάσκαλο, τον γονιό, τον μαθητή –τέλος, να
λειτουργήσει στην ενήλικη ζωή του ως ιχνηλάτης των πραγματικών γεγονότων ή
καλύτερα εκείνων των γεγονότων που τοποθετούν τα ιστορικά δεδομένα σε μια νέα
διάσταση, αυτή της εξατομίκευσης και της προσωποποίησης.
Για
να κατανοήσουμε το παρελθόν, πρέπει να το γνωρίσουμε από κάθε του όψη. Τότε
μόνο, η Ιστορία ομιλεί, έχει όνομα, επώνυμο, διεύθυνση, έχει βηματισμό και
χτυποκάρδι, όραμα και διάρκεια. Μοιάζει με το κύμα που δεν σκάει απλώς στην
ακτή αλλά βυθίζεται στην άμμο φτάνοντας στον υδροφόρο ορίζοντα, διαμηνύοντάς
του τα τεκταινόμενα στους ωκεανούς.
Έτσι
ακριβώς, οι μνήμες των Θρακών της Πιερίας ανασύρθηκαν ζωντάνεψαν, απέκτησαν
μορφή και φωνή, κραύγασαν, δάκρυσαν, θρήνησαν. Για την ακρίβεια, θρηνούν σε
κάθε σελίδα του βιβλίου του Θανάση Μισιτσάκη, «Μνήμες από τη Θράκη-Οι θρακιώτες
πρόσφυγες της Κατερίνης και του Ν.Πιερίας θυμούνται
και μιλούν για τις αλησμόνητες πατρίδες»:
«...ήρθαν
με το κάρο από το Αράπ Χατζί της Ρεδαιστού, το 1914. Φτάσανε στην Καβάλα.
Καθήσανε επτά χρόνια και ξαναγυρίσανε στην Πατρίδα. Όταν επιστρέψανε στην
Πατρίδα, άρχισαν να καλλιεργούν πάλι τα χωράφια τους και πάνω που ήταν έτοιμοι
να μαζέψουν τη σοδειά ξαναφύγαν κυνηγημένοι, το 1922. Φύγανε πάλι με κάρα και
χρειάστηκε γύρω στις σαράντα μέρες να φτάσουνε εδώ...», (σελ:202, Αφήγηση:
Θεόδωρος Παπαδόπουλος/Οικογένεια ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΙΩΑΝΝΗ).
******************
«...ο
πεθερός μου ήταν από το Λουλέ Μπουργκάς. Όταν πρωτοήρθανε, πήγανε και μείνανε
για λίγο καιρό στο Βόλο. Ξαναγύρισαν στην Πατρίδα, γιατί πεθάνανε τα δυό του
παιδιά στο Βόλο. Ήμασταν λέει σε μια καλύβα και το χιόνι ήταν μέχρι πάνω.
Πεθάνανε τα παιδιά και δεν είχα ούτε μια τσάπα για να τα θάψω. Τα έθαψα σκάβοντας
με τα χέρια μου και χωρίς παπά.
Φύγανε
πίσω γιατί η γυναίκα του έλεγε ότι ήθελε να πάει να πεθάνει στην Πατρίδα.
Πήγανε πίσω και η γυναίκα του πέθανε σε εννέα μέρες....», (σελ: 205, Αφήγηση:
Πούλιου Ελένη/Οικογένεια: ΠΑΤΑΚΟΥ ΙΩΑΝΝΗ του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ).
Η
μοίρα της γης, γίνεται μοίρα των
ανθρώπων που την κατοικούν. Παραμένουν
για χρόνια στενά δεμένοι με τις απώλειες κι σε κάθε αφήγηση τ’ όνομα που
χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τον τόπο τους είναι η λέξη «Πατρίδα». Κανείς
δεν ξεχνά, τίποτα δεν ξεχνιέται, όταν οι απώλειες χαρακώνουν την καρδιά, το
νου, το σώμα, που έχει κι αυτό τη μνήμη του:
«...όταν
ξαναγύρισαν στη Θράκη το 1918, ήταν όλοι κιτρινιάρικοι, αδύνατοι. Η μάνα μου
ήταν κοπέλα τότε. Είχαν αλλάξει τόσο πολύ, που δεν τους γνωρίζανε. Αφού
καθήσανε καναδυό χρόνια άρχισαν σιγά-σιγά να επανέροχνται. Έφτιαξε το χρώμα στα
μάγουλά τους, έγιναν πιο ζωηροί. Εδώ δεν είχαν ούτε καλό νερό, ούτε καλό κλίμα.
Σε ένα ποτήρι νερό είχε ένα δάχτυλο λάσπη...», (σελ:132, Αφήγηση:
Κυριάκος Κεσανλής/Οικογένεια: ΚΕΣΑΝΛΗ ΑΓΓΕΛΟΥ).
Ο
καιρός περνά, αδιαφορώντας για τον πόνο, την θλίψη, τις αγωνίες, τον ξεριζωμό
των Θρακών. Δεν έχει τέτοιες ευαισθησίες εξάλλου. Κι εκείνοι καλούνται να
στήσουν σπίτια και ζωές απ΄την αρχή.
Μαζεύουν την ψυχή τους και άλλος συγκατοικεί στην αρχή με τους Τούρκους,
άλλος μένει αργότερα στα τουρκόσπιτα, ξεκινά απ΄την αρχή να δημιουργεί νέες
μνήμες, νέα βιώματα. Τα μάτια της καρδιάς όμως, ποτέ δεν έπαψαν να κοιτούν προς
την Πατρίδα. Άλλοι αξιώθηκαν να ξαναπάνε, χρόνια αργότερα κι άλλοι, τελάληδες
του καημού τους, τραγουδούν ή τραγουδούσαν ως το τέλος:
«..Θράκη όμορφη δεν θα σε ξαναδούμε πια.
Της Θράκης τα ψηλά βουνά
Της Σμύρνης τα λημέρια..»,
(σελ:85, Αφήγηση:Πασχάλης
Δαρίβας/Οικογένεια:ΔΑΡΙΒΑ ΔΗΜΗΤΡΗ).
Σε
μια τέτοια καταγραφή, σε μια τόσο ηχηρά σπαραχτική μνήμη, θα ήθελα απλά από καρδιάς να
ευχηθώ το «Καλοτάξιδη»
Κατερίνη
9/9/2013-Μίνα Παπανικολάου