Νιώθω το χρόνο ασάλευτο καθώς αγνάντια
στ’ ονείρου σου ορθή την όψη σαστισμένος
λούζομαι τα ορθρινά του φέγγους σου ποτάμια
κι οι καταρράχτες των πηγών μου τη ροή τους στρέφουν
στα τοξωτά των θόλων σου αψηλά γεφύρια όπου
σκέπουν γερτά στα βλέφαρα χλωρά μαγνάδια πόθων
Ασάλευτα δεντρά λαγγά ρουμάνια
και φως
σ’ αχνής βροχής χρυσάδα απλωμένο
της προσμονής κι αυτό πιστός και μύστης
Μίλα Μη σταματάς
Γρικώ Διαβάζω
πέρα απ’ τη λιόχυτη του γέλιου σου λαμπράδα
πίσω απ’ του λόγου σου το μέτρο και τη χάρη
μες στης σιγής σου τα βαθιά πλατιά πελάγη
την ταραχή πνιχτή της τρικυμιάς σου
Δεν ανατέλλεις σαν αυγής γλυκάτη φλόγα
Μήτε αναδύεσαι αφρού δροσάτη αύρα Ούτε
περνάς σα νέφαλου σκιά στο κύμα
Είσαι
φτερούγα ονείρου απόκοσμου σπασμένη
και προτομή μεγαλοσύνης άλλων
καιρών που μέσα τους κρατούνε
ασώπαστη σφοδρή τραχιά την ταραχή τους
Κι έχεις
-στης ανυδριάς το πείσμα και στης σκόνης
την αγελαία χλαλοή- τη χάρη
στ’ ακράνυχα αλαφρά πατώντας να φαντάζεις
πότε παλλάδα πολιούχα αρματωμένη
πότε αγριμιών γητεύτρα τοξοφόρα πότε
ουράνια αφρογέννητη -που τους μύστες
των αψηλών ιερών της ξέψυχους θωρεί τους
αλλόπιστους σκυφτούς στα γόνατα μετάνοιες
ξόρκια τρεμουλιαστοί να σαλιαρίζουν-
κι έχεις
κρυφό το λάβωμα στην όψη και διαβαίνεις
και στέκεσαι και διασκορπάς το μάνα
του δρόσους σου στα ορθά ξερά απλωμένα
λιμάρικα των βραχιονιώ ανοιχτά γαμψά δαχτύλια
κι ανθοπετούν τ’ αγκαθερά ακρονύχια του θυμού τους
Κι έχεις
κρυφό το λάβωμα στη όψη..
και διαβαίνεις..
και στέκεσαι.. και διασκορπάς..
Και διασκορπιέσαι..
Καθώς στα βάθη μέσα των ματιών σου
βαραίνει η Νύχτα τα πλοκάμια της
και σφίγγει
πικρό τον κόμπο της η θλίψη στο λαιμό της
και μαργώνει
αργά το τρέμουλο στης δίψας της τα χείλη
και σφαδάζουν
ονείρου αλλιώτικου Ζωής ορίζοντες
και αστραπές και ήλιοι κι άστρα χυτά
σφαγάρια σωρευτά πα στο βωμό της.
στ’ ονείρου σου ορθή την όψη σαστισμένος
λούζομαι τα ορθρινά του φέγγους σου ποτάμια
κι οι καταρράχτες των πηγών μου τη ροή τους στρέφουν
στα τοξωτά των θόλων σου αψηλά γεφύρια όπου
σκέπουν γερτά στα βλέφαρα χλωρά μαγνάδια πόθων
Ασάλευτα δεντρά λαγγά ρουμάνια
και φως
σ’ αχνής βροχής χρυσάδα απλωμένο
της προσμονής κι αυτό πιστός και μύστης
Μίλα Μη σταματάς
Γρικώ Διαβάζω
πέρα απ’ τη λιόχυτη του γέλιου σου λαμπράδα
πίσω απ’ του λόγου σου το μέτρο και τη χάρη
μες στης σιγής σου τα βαθιά πλατιά πελάγη
την ταραχή πνιχτή της τρικυμιάς σου
Δεν ανατέλλεις σαν αυγής γλυκάτη φλόγα
Μήτε αναδύεσαι αφρού δροσάτη αύρα Ούτε
περνάς σα νέφαλου σκιά στο κύμα
Είσαι
φτερούγα ονείρου απόκοσμου σπασμένη
και προτομή μεγαλοσύνης άλλων
καιρών που μέσα τους κρατούνε
ασώπαστη σφοδρή τραχιά την ταραχή τους
Κι έχεις
-στης ανυδριάς το πείσμα και στης σκόνης
την αγελαία χλαλοή- τη χάρη
στ’ ακράνυχα αλαφρά πατώντας να φαντάζεις
πότε παλλάδα πολιούχα αρματωμένη
πότε αγριμιών γητεύτρα τοξοφόρα πότε
ουράνια αφρογέννητη -που τους μύστες
των αψηλών ιερών της ξέψυχους θωρεί τους
αλλόπιστους σκυφτούς στα γόνατα μετάνοιες
ξόρκια τρεμουλιαστοί να σαλιαρίζουν-
κι έχεις
κρυφό το λάβωμα στην όψη και διαβαίνεις
και στέκεσαι και διασκορπάς το μάνα
του δρόσους σου στα ορθά ξερά απλωμένα
λιμάρικα των βραχιονιώ ανοιχτά γαμψά δαχτύλια
κι ανθοπετούν τ’ αγκαθερά ακρονύχια του θυμού τους
Κι έχεις
κρυφό το λάβωμα στη όψη..
και διαβαίνεις..
και στέκεσαι.. και διασκορπάς..
Και διασκορπιέσαι..
Καθώς στα βάθη μέσα των ματιών σου
βαραίνει η Νύχτα τα πλοκάμια της
και σφίγγει
πικρό τον κόμπο της η θλίψη στο λαιμό της
και μαργώνει
αργά το τρέμουλο στης δίψας της τα χείλη
και σφαδάζουν
ονείρου αλλιώτικου Ζωής ορίζοντες
και αστραπές και ήλιοι κι άστρα χυτά
σφαγάρια σωρευτά πα στο βωμό της.