Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Η ΝΑΥΤΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ



Η ΝΑΥΤΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ[1]
Δημοσθένη Βαρδαβούλια
Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω
Μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Καβάλας,
Ιστιοπλόου, Γενικού Γραμματέα του Ναυτικού Ομίλου Καβάλας (ΝΟΚ)
Κυβερνήτη του  S/Y AEGLI  (Sailing Yaght Aegli)   

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Τα λίγα μα διαλεχτά ποιήματά του – 36 όλα κι όλα, ή μάλλον 37, αν προσθέσουμε και το «Ήθελα...», που δεν υπάρχει παρά μόνο στην Ανθολογία του Αποστολίδη– δεν έχουν ούτε μια λέξη περιττή, ούτε μια ομοιοκαταληξία τυχαία, ούτε ένα στίχο παραπανίσιο. Καρπός μεγάλης στιχουργικής ευχέρειας αλλά και επίμονης τεχνικής επεξεργασίας, τα ποιήματά του είναι ολοκληρωμένα και με μελετημένες λεπτομέρειες. Όσο κι αν ξαφνιάζουν στην αρχή, γρήγορα συγκινούν και κερδίζουν. Γιατί στέκουν ανάμεσα στην παράδοση και το μοντέρνο, και η διπλή αυτή ιδιότητα τα κάνει γοητευτικά. Και κάτι άλλο ακόμα. Όσο κι αν φαίνεται τολμηρό αυτό που θα πω, η ποίηση του Καββαδία έχει την ίδια ποιότητα και πυκνότητα με την ποίηση του Καβάφη –τουλάχιστον ως προς την τέχνη. Πράγματι, ενώ από τους άλλους μας ποιητές μπορεί κανείς να διαλέξει εύκολα τα δυο τρία καλύτερα ποιήματά τους, από τον Καβάφη και τον Καββαδία δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις – και να σκεφτεί κανείς πως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος πήραν ποτέ τους κανένα βραβείο! Γι’ αυτό, όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός από τους πολυδιαφημισμένους ποιητές μας κι όταν οι μοντέρνοι μας πάθουν καθίζηση, ο Καββαδίας θα εξακολουθήσει αβίαστα και με το δίκιο του να επιζεί.
Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Νίκος Καββαδίας», Διαγώνιος 1975, σ. 74.
       Η παρούσα προσέγγιση στο έργο του Νίκου Καββαδία δεν έχει σκοπό, ούτε και διεκδικεί να υπεισέλθει στο χώρο της ανάλυσης ή της λογοτεχνικής κριτικής του συνόλου της ποιητικής τέχνης ή και επιμέρους ποιημάτων του Νίκου Καββαδία. Αφενός μεν γιατί τούτο είναι έργο άλλων πολύ ειδικότερων εμού, αφετέρου γιατί η όποια τέτοια προσπάθεια θα ήταν εμφανώς μεροληπτική, αφού ο ομιλών αγάπησε από τα εφηβικά του χρόνια τον ποιητή και την τέχνη του, τα δε μηνύματα που εξέπεμπαν τα ποιήματά του λειτούργησαν καταλυτικά στην απόφαση του να ασχοληθεί με τη θάλασσα και την ιστιοπλοΐα. 
       Είμαι πεπεισμένος ότι η ποίηση του Καββαδία δεν θα ήταν αυτή που είναι και δε θα είχε την απήχηση που έχει, εάν ο ποιητής δεν ήταν ναυτικός. Η ναυτοσύνη του γαλουχημένη σε ατέλειωτα ταξίδια, πλήρης με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τις συνήθειες, τις αρετές, τις αδυναμίες και τα πάθη των ναυτικών των μεγάλων θαλασσών, ήταν ο καταλύτης της ποίησής του. Ήταν το φυσικό του πεδίο. Ήταν το κάδρο μέσα στο οποίο τοποθετούσε τους ανθρώπους γύρω του, τους ανθρώπους που τόσο αγάπησε. Ήταν το πρίσμα της επικριτικής του ματιάς, του αυτοσαρκασμού, του πεσσιμισμού του, της αίσθησης της ματαιότητας. Ήταν το πλαίσιο της αμφισημίας, του ανικανοποίητου, του κυκλοθυμικού, από τη μια  της αδημονίας και ασφυξίας του ξέμπαρκου ναυτικού και από την άλλη της αφόρητης νοσταλγίας της επιστροφής στην ξηρά που τον κατατρύχει όταν βρίσκεται στη θάλασσα.
       Για το λόγο αυτό, πιστεύω ότι για να κατανοήσει κανείς πλήρως τον ποιητή Καββαδία πρέπει πρώτα να γνωρίσει τον Καββαδία ως ναύτη, να γνωρίσει  το καράβι του, τα λιμάνια του, τους συντρόφους του,  τη διάλεκτό τους, την καθημερινότητά τους, το άγχος τους για τον πνιγμό που καραδοκεί, τις πιλοτίνες, τα κρένια, τις ντράγες, τα ματικάπια, τα μετζαρόλια και τα ματσακόνια τους.
       Γιατί για τον Καββαδία και κάποιους σαν και αυτόν η λέξη ναυτικός δε σηματοδοτούσε ένα  επάγγελμα  αλλά την επιτακτική και διαρκή προσπάθεια ικανοποίησης μιας εσωτερικής ανάγκης.
       Δε θα παρουσιάσω απλώς ένα γλωσσάρι για το έργο του Καββαδία. Ο καθένας θα μπορούσε να προστρέξει σ’ αυτά που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και τη βιβλιογραφία, με αρτιότερο αυτό του Γιώργου Τράπαλη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα, και το οποίο αποτέλεσε πολύτιμη πηγή για μένα τη μικρή αυτή παρουσίαση. Σκοπός μου είναι να κατανοήσουμε μαζί και, αν μπορούμε, να νοιώσουμε τη ναυτική τέχνη πίσω από τις λέξεις και με αναφορά αυτές. Πίσω από τις λέξεις βρίσκονται οι λειτουργίες, η καθημερινότητα, οι κίνδυνοι, οι μικρές ή μεγάλες ιστορίες που τις συνοδεύουν, γιατί όχι οι θρύλοι, όλα αυτά που δε μπορεί κανείς να καταλάβει εύκολα πίσω από τον ορισμό μιας λέξης στο αντίστοιχο λήμμα ενός λεξικού. Σκοπός μου είναι, μ’ άλλα λόγια, στο τέλος της αποψινής βραδιάς να αποκτήσουμε όλοι, έστω και θεωρητικά,  λίγη από τη ναυτοσύνη του Ν. Καββαδία. Αν η αποψινή βραδιά πετύχει αυτό το σκοπό της, είμαι βέβαιος ότι όλοι σας ως Φιλόλογοι  θα έχετε κατακτήσει ένα πολύτιμο εργαλείο στη λογοτεχνική προσέγγιση και ανάλυση του έργου του Νίκου Καββαδία.   
       Το Πρώτο Μέρος της παρουσίασης αναφέρεται σε βασικές ναυτικές λέξεις και εκφράσεις της ναυτοσύνης και των ναυτικών, άσχετα αν αυτές αναφέρονται στα ποιήματα του Ν. Καββαδία. Έκρινα ότι είναι χρήσιμη προεισαγωγικά η ενότητα αυτή. Στο Δεύτερο Μέρος αναφέρονται ναυτικές λέξεις, εκφράσεις και ιδιωματισμοί που χρησιμοποίησε ο Καββαδίας στο έργο του, εκφραστικός λόγος που δεν θα χρησιμοποιούνταν αν ο ποιητής δεν ήταν ναυτικός. Στο ίδιο Μέρος μπήκα στον πειρασμό να συμπεριλάβω μια ενότητα με το γεωγραφικό προσδιορισμό των τοπωνυμίων που αναφέρει ο ποιητής καθώς νομίζω ότι ως συγκεντρωμένο υλικό είναι χρήσιμο για τον αναγνώστη.                           

ΙΙ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Α. ΜΙΚΡΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ - ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ
Αβάρα : σπρώξε, απώθησε.
Αβαράρω : απωθώ, σπρώχνω
Αγάντα : κράτα, τράβα, πρόβαλε αντίσταση
Απίκ(ο)ου : ρίξε ή πόντισε κάτι (άγκυρα, πετονιά, κλπ) κατακόρυφα
Αρόδ(ο)ου : αγκυροβολημένο σκάφος χωρίς κάβους σε στεριά
Βιντζιρέλο : μικρό βίντσι για την καθοδήγηση και έλξη σχοινιών με φορτίο 
Διάκι : το κινούμενο κάθετο πτερύγιο του συστήματος διεύθυνσης του σκάφους που βρίσκεται ολόκληρο ή τμήμα του στα ύφαλα και από τη θέση που παίρνει κατ’ επιλογή του τιμονιέρη καθορίζεται η πορεία ή οι μανούβρες του σκάφους. Καθοδηγείται από το «κόντρα διάκι» ή «λαγουδέρα» (το χαρακτηριστικό τιμόνι της μικρής βάρκας) ή τη «ρόδα» (των μεγαλύτερων σκαφών)  απόγονο του γνωστού παραδοσιακού πηδαλίου.  
Ίσαλος γραμμή : η γραμμή που σχηματίζεται από την  επαφή της γάστρας του σκάφους με τη θάλασσα, όταν αυτό πλέει. Το τμήμα του σκάφους που είναι κάτω από την ίσαλο είναι τα ύφαλα ή βρεχάμενα του σκάφους και το τμήμα που είναι πάνω από την ίσαλο τα έξαλα του σκάφους.
Ιστός  : το κατάρτι το άλμπουρο  
Κοτσάρω : συνδέω, γατζώνω, δένω, στηρίζω
Κοτσανέλο : δέστρα προσαρτημένη στο σκάφος
Κουβέρτα : κατάστρωμα  
Λασκάρω : ξεσφίγγω τεντωμένο σχοινί ή αλυσίδα
Μάϊνα  : Κατέβασε τα πανιά
Μαϊνάρω : κατεβάζω πανιά
Μανούβρα : χειρισμός, κίνηση του σκάφους για να αποπλεύσει, να «δέσει» ή να αγκυροβολήσει
Μάσκα : η παρειά της πλώρης. Κάθε σκάφος έχει δύο την δεξιά και την αριστερή 
Μόλα : άφησε, λύσε και ελευθέρωσε τα σχοινιά
Μπάντες : οι πλευρές του σκάφους (αριστερή και δεξιά)
Μπαστέκα : περιστρεφόμενο ράουλο, τροχαλία 
Μπόσικος : χαλαρός
Παίρνω μπόσικα : μαζεύω το περιττό σχοινί, αλυσίδα, πετονιά, ώστε να μείνει ευθύγραμμο και λειτουργικό
Νέτα : Ελεύθερα, καθαρά (καδένα, άγκυρα, σχοινιά κλπ)
Νετάρω : Ελευθερώνω, ξεδιπλώνω, τακτοποιώ
Ντουκιάρω : διπλώνω, τακτοποιώ (συνήθως σχοινιά) 
 Ξεκοτσάρω : αποσυνδέω, λύνω ξεγαντζώνω
Πλώρη : το εμπρός μέρος του κήτους του πλοίου
Πρυμάτσες : κάβοι (σχοινιά) που δένουν τη πρύμνη στο λιμάνι κατά την αγκυροβολία
Πρύμη ή πρύμνη : το πίσω μέρος του κήτους του πλοίου. Το τμήμα της δεξιάς μπάντας που σχηματίζει την πρύμνη λέγεται δεξιός γοφός ενώ το αντίστοιχο τμήμα της αριστερής αριστερός γοφός. 
Ράδα : ελεύθερος θαλάσσιος χώρος κοντά στο λιμάνι για παραμονή του πλοίο αρόδο εν αναμονή της άδειας εισόδου στο λιμάνι ή απόπλου
Ρεμέτζο : σχοινιά, αλυσίδα, και βαριά άγκυρα που συνθέτουν σύνολο μόνιμου  αγκυροβολίου (συνώνυμο : φουντάγιο)
Ρεμετζάρω : δένω το σκάφος στο ρεμέτζο
Σενιάρω : φτιάχνω, τακτοποιώ
Τεζάρω : τεντώνω (συνώνυμο : φερμάρω)
Τραβέρσο : πορεία κόντρα στον άνεμο ή στο κύμα
Φέρμα : τέντωσε, σφίξε (σχοινί, αλυσίδα, πανί)
Φερμάρω : τεντώνω σφίγγω
Φούντο : ρίξε την άγκυρα
Φουντάρω : ποντίζω
Ορτσάρω : στρέφω το σκάφος προς το άνεμο
Ποδίζω : στρέφω το σκάφος μακριά από τον άνεμο
Στη θάλασσα δεν λέμε  παρκάρω,αλλά : ρεμετζάρω, πρυμοδετώ, πλωρωδετώ
                                                                 ή πλαγιοδετώ
Στη θάλασσα δε λέμε  κάνω πίσω, αλλά     :  ανάποδα
Στη θάλασσα δε λέμε  κάνω εμπρός,  αλλά :  πρόσω                  

Β. Τα σημεία αναφοράς στη θάλασσα. Το ανεμολόγιο. Ο χάρτης.  Η πυξίδα.
Για το ναυτικό που πλέει στην ανοικτή θάλασσα και μακριά από την ακτή,  ορίζοντας είναι η κυκλική γραμμή που περιβάλλει το πλοίο του στο σημείο που φαίνεται ο ουράνιος θόλος να αγγίζει τη θάλασσα, ή διαφορετικά ο κύκλος που οριοθετεί τη θάλασσα τριγύρω μέχρι  το απώτατο σημείο που βλέπει το ανθρώπινο μάτι. 
       Εάν θεωρηθεί ότι το πλοίο βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου (του ορίζοντα),  τότε καθεμιά από τις ακτίνες του κύκλου υποδεικνύουν και μια διαφορετική πορεία.
       Εάν τώρα θεωρήσουμε ως δεδομένο και σημείο αναφοράς ότι ο βορράς στον ορίζοντα είναι στις 0ο (μοίρες), τότε είναι φανερό ότι ο Νότος είναι στις 180ο , η Ανατολή στις 90ο, και η Δύση στις 270ο περαιτέρω δε ότι το πλοίο μπορεί να περιγράψει σε τρίτο, που δεν το βλέπει, την πορεία του σε μοίρες που αντιστοιχούν στη δεξιόστροφη γωνία που σχηματίζει η πορεία του σε σχέση με το μαγνητικό βορρά.  Για την καθορισμό της  πορείας του ένα σκάφος που δεν ακτοπλοεί αλλά ωκεανοπορεί  χρησιμοποιεί το ναυτικό χάρτη, την πυξίδα του, τον εξάντα  (παλαιότερα) και σήμερα όργανα ηλεκτρονικής ναυσιπλοίας όπως το GPS.
       Για τον εύκολο προσδιορισμό των δεξιόστροφων, με σημείο αναφοράς το βορρά γωνιών,  που σηματοδοτούν πορείες, οι χάρτες και οι πυξίδες είναι εφοδιασμένα με τα «ανεμολόγια». Πρόκειται για έντυπους δίσκους που αναπαριστούν τον ορίζοντα η περιφέρεια των οποίων υποδιαιρείται σε μοίρες από 0 έως 360 και φέρουν δύο κάθετες διαμέτρους από τις οποίες η μία δείχνει τη μεσημβρινή γραμμή (άξονας Βορράς – Νότος) και η άλλη τον άξονα Ανατολή – Δύση.
       Η ναυσιπλοία απαιτούσε (και απαιτεί) συνεχή μεταφορά στοιχείων από το χάρτη στην πυξίδα του σκάφους και, αντίστροφα, από την πυξίδα στο χάρτη. Έτσι χαραζόταν η πορεία από τον καπετάνιο ή το δεύτερο, έτσι επιβεβαιωνόταν σε τακτά διαστήματα από τον αξιωματικό βάρδιας. Εσφαλμένη πορεία μιας ή δύο μοιρών σε ταξίδι χιλιάδων μιλίων βλέποντας μόνο ουρανό και θάλασσα, σημαίνει απώλεια χρόνου για το σκάφος (μεγαλύτερο ταξίδι) και μεγαλύτερο κόστος καυσίμων.  Για να μεταφέρουν στοιχεία οι ναυτικοί από το χάρτη στην πυξίδα ή αντίστροφα, χρησιμοποιούν ως όργανα το κουμπάσο (διαβήτης) και το διπαράλληλο (δύο χάρακες συνδεδεμένοι μεταξύ τους κατά τρόπο ώστε να κινείται ο ένας μένοντας ακίνητος ο άλλος).
       Σταματώ σε αυτά τα γενικά καθώς σκοπός της παρουσίασης δεν είναι να μάθετε να βγάζετε πορείες αλλά να αντιληφθείτε τη σημασία, την αγωνία ή ακόμη και τον πανικό που αναδεικνύουν στίχοι του Καββαδία όπως «το παλινώριο που τον γέλασε δύο κάρτες» (Μαρέα) ή «γιατί ήλιος δεν φαινότανε το στίγμα του να βρει, ούτε μπορούσε απ’ τις στεριές να πάρει αντιστοιχία» (ο Πλοίαρχος Φλέτσερ) ή «το μπούσουλα τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη» (Πικρία)  ή «και συ κοιτάς ακόμη πάνω από το τιμόνι, πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι» (Kuro Siwo).
       Αυτό που είναι πολύ πιο εύληπτο είναι να πούμε ότι το ανεμολόγιο με την ίδια περίπου πιο πάνω περιγραφή χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για να χαρακτηρίσει και να ονοματίσει τους ανέμους ανάλογα από ποιο σημείο του ορίζοντα έρχονται προς το πλοίο. Έτσι έχουμε την υποδιαίρεση σε οκτώ (8) κύριους ανέμους (ανά 45ο στο ανεμολόγιο)  και οκτώ δευτερεύοντες (ανά 22,5ο ). Παρακάτω παρατίθενται τα ονόματα τους ανάλογα με την διεύθυνση από την οποία πνέουν  με την επίσημη ονομασία τους αλλά και τη ναυτική που έχει επικρατήσει (με έντονη γραφή) :
Βόρειος (Β),   =  Βόρειος ή Τραμουντάνα, Βορειοανατολικός (ΒΑ) = Μέσης ή Γρέγος, Ανατολικός (Α) = Απηλιώτης ή Λεβάντες, Νοτιοανατολικός (ΝΑ) = Εύρος ή Σορόκος, Νότιος (Ν)  = Νότιος ή Όστρια, Νοτιοδυτικός (ΝΔ) = Λίβας ή Γαρμπής, Δυτικός (Δ) = Ζέφυρος ή Πουνέντες, Βορειοδυτικός (ΒΔ) = Σκύρων ή Μαΐστρος.         
       ΟΙ δευτερεύοντες, αν θέλουμε να είμαστε ακριβέστεροι ανά 22,5ο στο ανεμολόγιο είναι ΒΒΑ = Γρεγοτραμουντάνα, ΒΑΑ = Γρεκολεβάντες, ΑΝΑ = Σοροκολεβάντες,  ΝΑΝ = Οστριοσορόκος, ΝΝΔ = Οστριογάρμπης, ΝΔΔ = Πουνεντογάρμπης, ΒΒΔ = Μαϊστροτραμουντάνα, και σχηματικά όπως αποτυπώνονται στα παρακάτω  ανεμολόγια : 







 








ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΝΑΥΤΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΑΠΑΝΤΑΤΑΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Ν. ΚΑΒΒΑΔΙΑ

Α. ΕΝΟΤΗΤΑ :  Το Πλοίο
αντένα, η : ιταλ. antenna : κεραία
άρμπουρο, το : ιταλ. albero : ο ιστός, το κατάρτι του πλοίου
βαρδιόλα, η : ιταλ. guardiola : σκοπιά από συρραμμένο πανί ή ξυλοκατασκευή για την προφύλαξη από  τις  κακές καιρικές συνθήκες / τα φτερά στα πλαϊνά της γέφυρας / σκοπιά στο κατάρτι για την  παρατήρηση του ορίζοντα
βρεχάμενα, τα : τα ύφαλα μέρη του πλοίου κάτω από την ίσαλο γραμμή (σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά, «Καραντί»)  
γαλέτα, η : βεν. galeta : ξύλινος δίσκος στην κορυφή των καταρτιών και του ιστού της σημαίας / το επίμηλο της ηλακάτης του ιστού / είδος παξιμαδιού
(από το ποδόσταμο πηδάν  ως τη γαλέτα, «7 Νάνοι στο S/S Cyrenia»)
γέφυρα, η: το κάθετο στο διαμήκη άξονα του πλοίου υπερυψωμένο τμήμα της υπερκατασκευής, όπου βρίσκεται ο θάλαμος διακυβέρνησής του
(Γέφυρα βρεμένη σκοτεινή, «Black and White»)
γκρος μπώνκερ : διαμέρισμα για το κάρβουνο ή τα υγρά καύσιμα του πλοίου
δεσπέτζα, η : βεν. despensa : διανομείο, σκευοθήκη, αποθήκη φύλαξης τροφίμων προς διανομή.
διάκι, το : τιμόνι
ιστός, ο : το κατάρτι
(και άντε μονάχη στον πρωραίο ιστό να κρεμαστείς, «Εσμεράλδα»)
καμπούνι, το : υπόστεγο της πλώρης για τη στέγαση των ναυτών του πληρώματος σε κακοκαιρία
(Τη νύχτα σούπα στο καμπούνι μια ιστορία, την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα, τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα, και όλο μουρμούριζες βραχνά φάλτσο η πορεία, «Cambays Water») 
καραβοφάναρο, το : πλοίο που χρησιμεύει ως πλωτός φανός, αγκυροβολημένο κοντά σε επικίνδυνα σημεία, υφάλους κλπ
(έπεφτε το πούσι αποβραδίς, το καραβοφάναρο χαμένο, «Πούσι»)
καρένα, η : καρίνα, τροπίς 
(βάρκα του κάμπου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα (Frederico Garcia Lorca»)
καρρέ, το : γαλλ. carre : μεσόδεσμος, τετράγωνο διαμέρισμα του πλοίου που χρησιμεύει ως εντευκτήριο ή εστιατόριο (σήμερα λέγεται ακομοντέισον) 
κάσσαρο, το : ιταλ. cassero : το επίστεγο πάνω στην πρύμνη, υπερυψωμένη γέφυρα  / ειδικό διαμέρισμα που χρησιμοποιείται  για καπνιστήριο από τους επιβάτες της  Α΄ θέσης / πύργος φρουρίου
κόντρα γέφυρα, η : το σημείο  πάνω από τη γέφυρα, στο οποίο  βρίσκονται η πυξίδα και το τιμόνι
 (στην κόντρα γέφυρα προσμέναμε και οι τρεις να λύσει τ’ άστρο του Αλμποράν η χαρτορίχτρα, «Μαρέα»)
κοράκι, το : η μύτη του βαποριού  
κουβέρτα, η: βεν. coverta : το κατάστρωμα
κουβούσι, το : τουρκ. kovus : το υπερυψωμένο παραπέτο του αμπαριού, αίθουσα, χώρος ύπνου
κουπαστή, η : το ανώτατο χείλος των τοιχωμάτων του  πλοίου / χειρολαβή
κρουζέτο, το : λούκι περιμετρικά στο κατάστρωμα για να φεύγουν τα νερά
μάσκα, η : λατ. masca : η παρειά της  πλώρης
(από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά, κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει, «Καραντί»)
μπάρκο, το : ιταλ. barco : παλιό ιστιοφόρο / το μπαρκάρισμα
μπαστούνι, το : βεν. baston : το δόρατο  που προεξέχει από την πλώρη των ιστιοφόρων
μπουκαπόρτα, η: βεν. bucaporta : θυρίδα φόρτωσης
μπουλμές, ο : τουρκ. bolme : ξύλινο εσωτερικό χώρισμα του  πλοίου, μη μόνιμο, για ειδικές φορτώσεις
μπρατσόλι, το : ιταλ. bracciolo : στήριγμα σε σκάφος
μπριγκαντίνι, το : ιταλ. brigantino : είδος καϊκιού
(Στέλνουν ένα μπριγκαντίνι, όλο σένιο στο καντίνι, «Νανούρισμα»)
ντράγα, η : ιταλ. draga : φαγάνα, βυθοκόρος = πλωτό μηχάνημα για τον  καθαρισμό του βυθού ή την εκβάθυνση λιμανιών
όκιο, το : ιταλ. occhio : τρύπα  όπου περνάει η αλυσίδα της άγκυρας ή οι κάβοι πρόσδεσης
πανιόλο, πανιόλα  το: ισπ. panyolo : πλάτος βάρκας / μτφ. πάτος σκεύους / το κινητό διαιρούμενο πάτωμα του εσωτερικού του πλοίου που όταν απομακρυνθεί κάνει επισκέψιμο το διαμέρισμα της σεντίνας 
παραπέτο, το : ιταλ. parapetto : το στηθαίο της  γέφυρας
πασσατζέρικο, το : ιταλ. passaggio : πλοίο με σταθερό  δρομολόγιο
παταράτσο, το : βεν. patarazzo : ο παράτονος / το σχοινί  ή συρματόσχοινο που ενώνει το επιστήλιο του άλμπουρου του πλοίου με τη μπάντα του (το πλάι του πλοίου). Αντιπαραβάλλεται με τον πρότονο και τον επίτονο που ενώνουν  το επιστήλιο του άλμπουρου του πλοίου με την πλώρη και την πρύμνη αντίστοιχα.
(ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα, «Καραντί»)
πεισματική, η : σφύριγμα πλοίου
πιλοτίνα, η : ιταλ. pilotina : η πλοηγίς, το πλοιάριο που  μεταφέρει τον πιλότο στο πλοίο που πρόκειται να αναλάβει κατά τον είσπλου ή έκπλου από το λιμάνι
(όμως μια μέρα πέθανε στην πιλοτίνα μέσα, «Ο Πιλότος Nagel»)
πινά, τα : ιταλ. pennone : τα εξώτατα άκρα του κέρατος του επιδρόμου
(κατεβάζει τα πινά του και ψειρίζει τα αχαμνά του, «Νανούρισμα»)
πλευρικά, τα: δύο φανοί που αποτελούν μέρος των πλοϊκών φανών του πλοίου («πράσινος» φανός που οριοθετεί τη δεξιά πλευρά του πλοίου ορατός σε γωνία 112,5 μοίρες δεξιά από το διαμήκη άξονα του σκάφους , «κόκκινος» που οριοθετεί την αριστερή ορατός σε γωνία 112,5 μοίρες αριστερά από το διαμήκη άξονα του σκάφους)
 (μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά, «Ο λύχνος του Αλλαδίνου») 
ποδόσταμο, το : το κοράκι (βλ.λ.) της  πρύμνης
ποστάλι, το : ιταλ. postale : επιβατηγό ή ταχυδρομικό πλοίο
προπέλλα, η : αγγλ. propeller : περιστρεφόμενος από τη μηχανή έλικας στα ύφαλα  για την προώθηση του πλοίου
(γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω σε προδίνω, «Εσμεράλδα»)
πρύμα : καλώς / άνεμος από την πρύμνη 
πρύμα πλώρα : σε όλο το μήκος του πλοίου
(μα πρύμα πλώρα μόνη εσύ πατάς στοχαστικά , «Ο λύχνος του Αλαδδίνου») 
σάνταλο, το : φορτηγό πλοίο που μοιάζει με σκούνα
ρέλι, το : αγγλ. rail : κιγκλίδωμα
σκαλιέρες, οι : ιταλ. scala : μικρά σχοινιά που δένονται οριζόντια  στα ξάρτια ώστε να σχηματίζουν σκαλοπατάκια 
(πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες, «Αρμίδα»)
σπιράγιο, το : βεν. spiragio : φεγγίτης, αναφωτίς / υπερκατασκευή
(σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια, «7 Νάνοι στο S/S Cyrenia») 
στόκολος, ο : αγγλ. stokehold: λεβητοστάσιο, θερμαστήριο
(και απάντησε από το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής, «Εσμεράλδα»)
στράλια, τα : ιταλ. straglio : οι ανάδρομοι και οι  πρότονοι, σχοινιά που  στερεώνουν τα επιστήλια των ιστών
(βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό και ο σταυρός του νότου με τα στράλια, «Σταυρός του Νότου»)
τα δυο φανάρια της νυκτός : φώτα νυκτερινής ναυσιπλοίας, τα πλευρικά που αναφέρει αλλού, «πράσινος» φανός που οριοθετεί τη δεξιά πλευρά του πλοίου, «κόκκινος» που οριοθετεί την αριστερή.    
τιμονιέρα, η : ιταλ. timoniera : η πιλοτίνα (βλ.λ.) / διαμέρισμα χαρτών στο πίσω μέρος της  γέφυρας
(και έφθασες χωρίς να σε προσμένω μες τη τιμονιέρα να με δεις, «Πούσι»)
τουρκετί, το : το πλωριό κατάρτι  / τριγωνικό πανί του λοξού ιστού της  πλώρης (λατίνι)
(Το Union Jack και το σπασμένο τουρκετί «Θαλάσσια Πανίς»)
τραμπάκουλο, το : είδος δαλματικού πλοίου με δύο πανιά
(τραμπάκουλο αρματώνει και το βαφτίζει Τρίχα, «Νανούρισμα»)
τριπόντι, το : ιταλ. tre ponti : πλοίο με τρεις γέφυρες
τσιφάρι, το : αραβ. ziffar : σιφόνι, αντλία
φανάρι, το: φάρος, φανός / κόμπος που κατασκευάζεται για τα σφοντύλια των χειραγωγών, για τη  συγκράτηση των σχοινένιων λαβών των κάδων
(Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί ; «Black and white»)
φριγκορίφικο, το : ισπ. frigorifico: πλοίο-ψυγείο
(πίσω από το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία, «YaraYara»)

Β. ΕΝΟΤΗΤΑ : Οι «Ειδικότητες», οι Χαρακτήρες 
πελάτης, ο : φύλακας των συνόρων / ζωοκλέφτης
(μα εσύ προσμένεις από το δίκαιον ουρανό, τον στεριανό το γητευτή τον απελάτη, «Αντινομία») 
ποκρισάτορας, ο : μαντατοφόρος
ποσπόρι, το : στερνοπαίδι
βατσιμάνης, ο : αγγλ. watchman : αυτός που επιτηρεί, που κάνει βάρδια
γεμιτζής, ο : τουρκ. yemici : ο παλιός ναύτης, ο θαλασσόλυκος / ειρωνικά ο αθαλάσσωτος που κομπορρημονεί
γραμματικός, ο : υποπλοίαρχος, ενίοτε κι ο λογιστής
γύφτος, ο : ο ναύτης της μηχανής
κάπος, ο : ιταλ. capo : αρχηγός / ο αρχηγός τετραωρίας / μέρος ξηράς που αναδύεται από τη θάλασσα
κατραμόκωλος, ο : ναύτης της κουβέρτας
κοκκινόκωλος, ο : ναύτης σκαρφαλωμένος ψηλά / είδος πιθήκου / το πτηνό φοινίκουρος
λοστρόμος, ο : ιταλ. nostromo : ο πρώτος υπαξιωματικός του πληρώματος, ο ναύκληρος των εμπορικών πλοίων
(δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα, «Εσμεράλδα»)
μαρκόνης, ο : ασυρματιστής (εκ του ονόματος του εφευρέτη του ασυρμάτου)
(όλες τις ρουκέτες τώρα καύτες και μαρκόμη στείλε το S.O.S, «Black and White»)
ντοκουμάνης, ο : αγγλ. donkey man : αρχιθερμαστής, λοστρόμος της μηχανής
ντουανιέρης, ο : ιταλ. Dogana = τελωνείο : τελωνειακός / φορτοεκφορτωτής τελωνείου
πιλότος, ο : αγγλ. pilot : οδηγός βαποριού, πλοηγός για την είσοδο και έξοδο στο λιμάνι
(ο Νάγκελ Χάρμπορ Νορβηγός, πιλότος στο Κολόμπο, «Ο Πιλότος Νάγκελ»)
Πρώτος, ο : ο καπετάνιος
(Σε έστειλε ο πρώτος στα νερά να πας για να γραδάρεις, «Θεσσαλονίκη Ι»)
στοιβαδόρος, ο : ναύτης που στοιβάζει τα εμπορεύματα των εμπορικών πλοίων
τζόβενο, το : ιταλ. giovane : μούτσος, ναυτόπαις
Τρίτος, ο : ο ανθυποπλοίαρχος
τσούρμο, το : ιταλ. ciurma : κωπηλάτες στις γαλέρες, κατάδικοι / πλήρωμα πλοίου
Γ. ΕΝΟΤΗΤΑ :  Παραγγέλματα ενεργειών,  Ρήματα Ενεργητικά
αγάντα : ιταλ. agguanta : πιάσου γερά, κράτα / αγάντα καδένα : κράτα γερά την αλυσίδα / η αγάντα : πάσσαλος πρόσδεσης του σκάφους / αγαντάρω : υπομένω, αντέχω
ακουρμάζομαι : αφουγκράζομαι, προσπαθώ να ακούσω / συμμορφώνομαι
αμπαντονάρω : ιταλ. abbandonnare : εγκαταλείπω
απίκου : ιταλ. a picco : καθέτως, η θέση της άγκυρας την ώρα που πρόκειται να αποσπασθεί απο το βυθό / είμαι απίκο: είμαι έτοιμος για αναχώρηση αλλά και προσαρτημένος
αροδο, το : ιταλ. a rota  πλοίο που βρίσκεται μακριά από την ακτή και σε αναμονή για αναχώρηση, αγκυροβολία – δέσιμο αρόδο = αγκυροβολία μακριά από το λιμάνι
ασένιο, το : ιταλ. a segno : έτοιμο στη θέση του / τάξη, ευπρέπεια
βάρδα : βεν. vardar : παραμέρισε!
βιράρω : ιταλ . virare : στρέφω το βαρούλκο για να σηκώσω την άγκυρα, φεύγω
γραδάρω : ιταλ. graduare: μετρώ, βρίσκω την πυκνότητα του υγρού με γράδο (= με πυκνόμετρο)
ζαβώνω : στραβώνω, μτφ. αποβλακώνω
(στην άμμο απάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει, «Γυναίκα»)
καβατζάρω : βεν. cavetzar : παρακάμπτω κρωτήρι
(καβατζάρει το Σχινάρι, τον εκλαίγαν και οι γαϊδάροι, «Νανούρισμα») 
καλάρω : ιταλ. calare : μαζεύω τα πανιά / κάνω νερά / αφήνω, διαρρέω, ρίχνω δίχτυα
καλαφατίζω : ιταλ. calafatare : πισσάρω τα κενά  / βατεύω, πηδάω
καπελώνω : ιταλ . cappello : βάζω τους κάβους  στις δέστρες
κοστάρω : ιταλ. accostare εκ του costa = ακτή : πιάνω στεριά
κοτσάρω : ταλ. cozzare : συνδέω, προσαρτώ, πλευρίζω / περνάω κρίκο ή αγκίστρι μέσα από κρίκο
μαϊνάρω : ιταλ. mainare : υποστέλλω, κατεβάζω τα πανιά
ματίζω : ενώνω, μπαλώνω
(σύρμα που εκόπηκε στα δυό και πώς να το ματίσω «Πικρία»)
μόλα ιπάντο : ιταλ. molla in bando : χαλάρωσε, αμόλα τα σκοινιά
μολεύω : μολύνω
μπαρκάρω : ιταλ. imbarcare : επιβιβάζομαι, φεύγω με πλοίο ως ναυτικός
μπατάρω : ιταλ. battere : ανατρέπομαι και ανατρέπω, τουμπάρω
(το καραντί, το καραντί θα μας μπατάρει, «Καραντί»)
κιαλάρω : ιταλ. chiale : κοιτώ με κιάλι, παρατηρώ με ενδιαφέρον
ξεκαπελλώνω : βγάζω τους κάβους
από τις μπίντες  / βλέπε και : καπελλώνω
ξεμπαρκάρω : αντιθ. μπαρκάρω (βλ.λ.)
ξενερίζω : χάνω τα νερά μου, βγαίνω από την επιφάνεια της θάλασσας / αλλάζω το νερό για να φύγει η αρμύρα κι η πικρίλα / συνέρχομαι από μεθύσι / ουρώ
ορθοπλωρίζω : βάζω πλώρη πάνω στον καιρό
όρτσα : ιταλ. orza : στρέψε την πλώρη προς τον άνεμο
παίρνω κάτω : κατεβάζω πανί ή σημαία / διοπτεύω
ποδίζω : μένω προσωρινά σε απάνεμο μέρος λόγω κακοκαιρίας / απομακρύνω την πλώρη από τον άνεμο ή  την κακοκαιρία
σάλπα, η : το σαλπάρισμα
σαλτάρω (και σαρτάρω) : ιταλ. saltare : πηδάω, ξεφεύγω
(σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει, «Γυναίκα»)
σκανταγιάρω : ιταλ. scandagliare : βυθομετρώ, ρίχνω σκαντάγιο (=όργανο βυθομέτρησης)
σκαντζάρω : βεν. scansar : αλλάζω (φρουρούς, βάρδια,  ή πανιά)
(σκαντζάρισες μα σε κρατάει λύπη μεγάλη, «Kuro Siwo»)
τραβέρσο, το: ιταλ. traverso : αναγκαστική πορεία σε περίπτωση μεγάλης θαλασσοταραχής κόντρα στη διεύθυνση του ανέμου για να αποφύγει το πλοίο τα χτυπήματα των κυμάτων στα πλευρά του
(τραβέρσο ανάποδο πορεία προς το Βοριά, «Frederico Garcia Lorca»)
φουντάρω : ποντίζω
φούντο, το : λατ. fundus : o βυθός / πόντισμα, βύθισμα
(ποιος είπε φούντο ; ψέματα δεν φθάσαμε ποτές «YaraYara»)
ψηλώνω : ανεβαίνω κατά μήκος της λίνιας (ισημερινού)

Δ. ΕΝΟΤΗΤΑ : Για τα αστέρια
Αλ(ν)τεμπαράν : ή αλλιώς Λαμπαδίας, Alpha Tauri ή Νότιος Οφθαλμός του Ταύρου, το φωτεινότερο αστέρι του αστερισμού. Κατά τους Άραβες αστρονόμους ο «ξελογιασμένος» αυτός που ακολουθεί σα μαγεμένος της «Πλειάδες» 
Αρμίδα, η : αστεροειδής που ανακαλύφθηκε το 1903
άστρο της Ανατολής : η Πούλια, η Αφροδίτη
(για τ’ άστρο της Ανατολής κινήσαμε μικροί, «Ο λύχνος του Αλλαδίνου»)
άστρο της τραμουντάνας : ο πολικός αστέρας
(της τραμουντάνας τ’ άστρο,  τ’ άστρο του νοτιά, «Μαρέα»)
άστρο του Αλμποράν : φάρος στο ΝΔ άκρο της νήσου Αλμποράν, Α του Γιβραλτάρ, που ταυτίζεται με τη μυθική Ωγυγία του Ομήρου (πατρίδας της Καλυψούς)
άστρο του Βορρά : ο πολικός αστέρας
άστρα του Νοτιά : ο Σταυρός του Νότου
Εωσφόρος, ο : άλλο όνομα του πλανήτη Αφροδίτη
Σταυρός του νότου : Αστερισμός στο νότο, μικρός αλλά από τους πιο ευδιάκριτους περιτριγυριζόμενος από τρεις πλευρές του από τον αστερισμό του Κενταύρου
Το Άλφα του Κενταύρου : Ο λαμπρότερος αστέρας στον αστερισμό του Κενταύρου στο ν. ημισφαίριο, είναι διπλός (άλφα Κενταύρου Α και Β) αλλά στο γυμνό μάτι φαίνεται ένας και αποτελεί το τρίτο λαμπρότερο άστρο στο νυχτερινό ουρανό.

Ε. ΕΝΟΤΗΤΑ  :  Ο καιρός
ανεμολόγιο, το : 1. στην πυξίδα, το χαρτί του μπούσουλα όπου σημειώνονται τα ανεμορρόμβια και η διαίρεση σε μοίρες από Β ή Ν προς τον Απηλιώτη ή τον Ζέφυρο. 2. στους χάρτες, δύο ομόκεντροι κύκλοι τυπωμένοι σε διάφορα μέρη για τη χάραξη στο χάρτη αντιστοιχιών ή πορειών. 
ανεμορούφουλας, ο : ανεμοστρόβιλος
γαρμπής, ο  : Νοτιοδυτικός Άνεμος
(έβραζε ο κύμα του γαρμπή, «Σταυρός του Νότου»)
Κυκλών : Σύστημα θύελλας που σχηματίζεται πάνω από τους ωκεανούς και παράγει βαριές καταιγίδες, με μια κλειστή κυκλοφορία γύρω από ένα ήρεμο κέντρο χαμηλής βαρομετρικής πίεσης (μάτι του κυκλώνα). 
(στο ημερολόγιο γράψαμε κυκλών και καταιγίς «Ένας δόκιμος στη Γέφυρα εν ώρα κινδύνω»)
ξίδι (ο καιρός) : δριμύς σορόκος
πούσι, το : τουρκ. pus : ομίχλη, καταχνιά
προβέτζο, το : βεν. provenza : απότομη μεταβολή του ανέμου από νότιο σε δυνατό βόρειο
(και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού, «YaraYara»)
σορόκος, ο, σοροκάδα, η : Νοτιοανατολικός Άνεμος
τραμουντάνα, η : Βόρειος Άνεμος

ΣΤ. ΕΝΟΤΗΤΑ : Ναυσιπλοϊα
αντιστοιχία, η : αναγωγή πλεύσης, σύνολο μαθηματικών διορθώσεων της πορείας του πλοίου με τη βοήθεια του χάρτη και της πυξίδας
αστρολάβος, ο : κυκλικός χάρτης αστέρων που μπορεί να περιστρέφεται, ώστε να υπολογίζει κανείς τις θέσεις του ήλιου και των αστεριών σε οποιαδήποτε ώρα της μέρας ολοκλήρου του χρόνου.
βελόνι, το : 1. ο βελονοειδής μαγνήτης της πυξίδας. 2. η κεραία του γερανού, η μπίγα. 3. σύνδεσμοι του πηδαλίου με το ποδόστρωμα
εξάντας, ο : όργανο γωνιομετρικό που προσδιορίζει με αστρονομικές παρατηρήσεις τις γεωγραφικές συντεταγμένες της θέσης στην οποία βρίσκεται το πλοίο κατά τον πλου. Το όνομά του οφείλεται στο γεγονός ότι διαθέτει βαθμολογικό κλίμακα που εκπροσωπεί το 1/6 του κύκλου
(και ένα εργαλείο εκράτησε μονάχα ναυτικό, το όργανο εκείνο που μετράν τον ήλιο τον εξάντα «ο Πλοίαρχος Φλέτσερ»)
κάρτα, ι : ιταλ. carta: ο καθένας από τους τριανταδύο ανεμόκομβους του παλαιού ανεμολογίου 
(το παλινώριο που τον γέλασε δυό κάρτες, «Μαρέα»)
καρτίνι, το : ιταλ. quartino : το 1/4 του ρόμβου κατά τις διαιρέσεις των παλαιών ανεμολογίων
(και συ κοιτάς ακόμη πάνω από το τιμόνι, πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι «Kuro Siwo»)
λίνια, η : ιταλ. linea: η γραμμή του Ισημερινού, κατ’ επέκταση και του τροπικού
(μέρα μεσημέρι απά στη λίνια, ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή, «Σταυρός του Νότου») 
μπούσουλας, ο : ιταλ. bussola: η πυξίδα, ο προσανατολισμός
παλινώριο, το : όργανο με το οποίο βρισκόταν παλιότερα το αζιμούθιο του ήλιου, με συνδυασμό της ώρας, της ημέρας,  της ηλιακής κλίσης και του πλάτους. Όργανο προγενέστερο του Εξάντα.
(Το Αλφα του Κενταύρου μια νυχτιά με το παλινώριο πήρα κάτου «Σταυρός του Νότου»)
παράλλαξη, η : η διαφορά ανάμεσα στη διεύθυνση του Βορρά που δείχνει η πυξίδα και στην πραγματική θέση / τρόπος ελέγχου του πλου με αναφορά σε κάποιο σημείο της ακτής
παράλληλοι, οι : οι μικρότεροι από τον ισημερινό κύκλοι τη γης και παράλληλοι με αυτόν. Ανάλογα με την απόσταση τους από τον Ισημερινό, μετρούμενη πάντα σε μοίρες, προσδιορίζουν το γεωγραφικό πλάτος, το οποίο με τη σειρά του χαρακτηρίζεται ως Βόρειο (για το Β. ημισφαίριο) και Νότιο (για το Ν. ημισφαίριο)
γύρισες και μούπες πως το Μάρτη σ’ άλλους παραλλήλους θάχεις μπει «Σταυρός του Νότου»)  
πορτολάνες, οι : ναυτικοί χάρτες που αποτυπώνουν λιμάνια κι παρέχουν πληροφορίες για αυτά (σημεία πρόσδεσης, υπηρεσίες, κλπ) 
προβολή, η : σύστημα χαρτογραφικής παράστασης σε επίπεδό της καμπύλης επιφανείας της Γης, επινοήθηκε από το Μερκάτορα γι’ αυτό και λέγεται Μερκατορική προβολή.
(Στης προβολής να τρέχουν βλέπαμε τους χάρτες, «Μαρέα»)
στίγματα και μήκη : Γεωγραφικό στίγμα ή απλώς στίγμα είναι το σημείο που τέμνεται ο γεωγραφικός παράλληλος με το γεωγραφικό μεσημβρινό ενός τόπου. Γεωγραφικό Μήκος είναι η απόσταση ενός σημείου από τον 1ο μεσημβρινό (μεσημβρινό του Greenwich) και διακρίνεται σε ανατολικό ή  δυτικό.
(σε βάρδιες εξαντλητικές, κοιτώντας τα φανάρια, σε θεωρίες παράξενες για στίγματα και μήκη «Μαύρη Λίστα»)
χάρτα, η : ο ναυτικός χάρτης 
(βγαίνει από τη Τζιμπεράλντα δίχως μπούσουλα και χάρτα «Νανούρισμα»)


Ζ. ΕΝΟΤΗΤΑ :  Τα εργαλεία
καβίλλια, η : ιταλ. caviglia : σκοινί με οξύ άκρο για να περνά εύκολα από τους τροχίλους / καθεμιά από τις ακτίνες της ρόδας του πηδαλίου / ατσάλινο εργαλείο για να ανοίγουν τα έμβολα των σκοινιών και να φτιάχνουν γάσες
(Το ΄να σου χέρι ανάλαφρα φύκια κρατά και το ζερβί σου το λειψό σάπια καβίλλια «Θαλάσσια Πανίς»)
κάβος, ο : ιταλ. cavo : απόκρημνο ακρωτήρι / χοντρό σκοινί / παίρνω κάβο : καταλαβαίνω
(καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος, «YaraYara»)
(ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη «Πικρία»)
καθετή, η: αλιευτικό εργαλείο, από συνηθισμένο νήμα με αγκίστρι στην άκρη, κι ένα μικρό βάρος που συντελεί στην καταβύθιση του αγκίστρου
κανοκιάλι, το : ιταλ. cannocchiale : όργανο για την παρακολούθηση αντικειμένων από πολύ μακριά
καντηλίτσα, η : βεν. candelizza : 1. συσκευή που αναρτάται στα πλευρά του πλοίου, ή στο άλμπουρο  και στην οποία στέκεται ο ναύτης που επισκευάζει ή χρωματίζει το πλοίο. 2. η καντηλίτσα του φλόκου : η υπέρα του ατέρμονος. 3. Κόμπος επιδέξιος χρησιμοποιούμενος για την  ανύψωση ανθρώπου στα ξάρτια
κλειδιά, τα : κυρτά σιδερένια κομμάτια με παχύτερα άκρα και διάτρητα ώστε να περνά πείρος με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους οι κρίκοι μιας αλυσίδας
κόντρα, τα : ιταλ. contra : ρυθμιστικοί και ασφαλιστικοί κοχλίες
λάντζα, η : βεν. lanza : μαστέλλο, ξύλινο δοχείο για τον καθαρισμό των σκευών / η λέμβος
μακαράς, ο : τουρκ. makara : τροχαλία, καρούλι
(στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει, «Αντινομία»)
μάκινα, η : αγγλικ. machine , η μηχανή   
μαστέλο : δοχείο για υγρά, κουβάς
ματικάπι, το : τουρκ. matkap : τρυπάνι
ματσακόνι, το : ιταλ. mazza : σφυρί για να βγάζουν το χρώμα ή τη σκουριά από τις λαμαρίνες
μαύρη μπάλα : υψώνεται στον πρωραίο ιστό ως σημάδι αγκυροβολίας, ενώ δύο μπάλες υψωμένες στον ιστό πάνω από τη γέφυρα σημαίνουν ακυβερνησία
(και ο Γιαπωνέζος στην παντιέρα  - μαύρη μπάλα «Θαλάσσια Πανίς»)
μεσηνέζα, η  : αλιευτικό νήμα (εκ της ιταλικής πόλεως Μεσσίνας)
μετζαρόλι, το : βεν. mezzaruola: φιαλίδιο με άμμο για τον κανονισμό των ωρών των δυτών, είδος κλεψύδρας
μοράβια, η: ιταλ. moravia: εκλεκτή βαφή, χρώμα εξαιρετικής αντοχής που χρησιμοποιείται για τη βαφή των υφάλων του πλοίου, αλλιώς «φαρμάκι»
(με ένα ξυστρί καθάρισε με από τη μοράβια, «7 νάνοι στο S/S Cyrenia»)
μορτάρι, το : γουδί
μοτάρι, το  : νήματα λινού υφάσματος που μπαίνουν σε πληγή, πληγή
μπαρκέττα, η : ιταλ. barchetta: η βαρκούλα / όργανο μέτρησης ταχύτητος, παλαιό δρομόμετρο (σχοινί που ριχνόταν στα νερά με ένα κομμάτι τριγωνικού ξύλου δεμένο στην άκρη του, με το οποίο μετρούσαν τους κόμβους ταχύτητας του σκάφους)
(χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα, χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ, «Καραντί») 
μπαρούμα, η : ιταλ. baroma : σκοινί με το οποίο προσδένεται η βάρκα σε κάποιο σταθερό σημείο στην ξηρά ή σε άλλο σκάφος, για να το τραβήξουμε
μπράντα, η : αιώρα
νιτσεράδα, η : ιταλ. incerata : αδιάβροχο από μουσαμά
ντούκια, τα : βεν. ducia : σπείρες σκοινιού ή συρματόσκοινου / ύπνος
παντιέρα , η : σημαία
(παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά «Frederico Garcia Lorca»)
παντιέρα κίτρινη : σημαία που υποδήλωνε την έναρξη ή τη λήξη της καραντίνας εξαιτίας μολυσματικής ασθένειας στο πλοίο
πινέλλο, το : είδος σπαστής άγκυρας
(φούντο τις δυό και πρίμα βρέξε το πινέλο «Καραντί»)
πόμπα, η : ιταλ. pompa : αντλία
σαμπάνι, ή σαμπανιό, το : σκοινί με το οποίο δένονται βαριά αντικείμενα για ανύψωση ή οι βάρκες, σχοινί από τι οποίο αιωρείται βάρος
σταντάρδο, το : αγγλ. standard : το κοντάρι της σημαίας
στρωμάτσα, η : ιταλ. stramazzo : παράβλημα κρεμασμένο στα πλευρά του πλοίου για να τα προφυλάσσει από ενδεχόμενες συγκρούσεις, ή τριβή,  με άλλα πλοία ή την προκυμαία
σφυρίχτρα, η : όργανο που ειδοποιεί για την πορεία
σωκάρδι, το : γιλέκο
τεσσαροχάλι, το : μικρή άγκυρα με τέσσερις βραχίονες

Η. ΕΝΟΤΗΤΑ :  Οι Άλλες Λέξεις
αγκωνάρι, το : ακρογωνιαίος λίθος / στήριγμα, προστάτης
αϊπότζι, το : ιταλ. poggia : ταλάντευση / βίρα πότζι : τραβήξτε δυνατότερα την άγκυρα
αλάργα : μακριά
αμφιλύκη, η : χαραυγή
(όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη, «Αντινομία»)
ανάστροφη, η : αλλαγή πορείας του σκάφους με την πλώρη στον άνεμο, βόλτα
ataxie locomotrice: ιατρικός όρος που δηλώνει ασθένεια του νευρικού συστήματος (locomotor ataxia) και προκαλεί απώλεια του ελέγχου των κινήσεων. Σύνηθες σύμπτωμα της θανατηφόρου πια τριτογενούς σύφιλης
αψέντι, το  : οινοπνευματώδες ποτό απόσταξης φύλλων αψιθιάς
βάρδια, η : βεν. vardia : σκοπιά, φρουρά / ο λοστρόμος της βάρδιας : ο ναύκληρος
βερίνα, η : γάλλ. verine : κόμπος, στρίψιμο των σκοινιών, νήματα, καλώδια
βιβάρι, το : λατιν. vivarium : ιχθυοτροφείο, ψαρολίμνη
(και σε έριξα σε ένα βιβάρι σκοτεινό, «Αντινομία»)
βόρτα, η : ιταλ. volta : φορά, στροφή, ανάπρωρη αλλαγή πορείας ιστιοφόρου, περιφορά του σκοινιού γύρω από άλλο σκοινί ή άλλο αντικείμενο
(σε βλέπει αδιάφορη και απέ σε φέρνει βόρτα «Θαλάσσια Πανίς»)
γάσσα, η : ιταλ. gassa : ναυτικός κόμπος, κομποθηλειά με την οποία γίνεται η πρόσθεση ή, η σύνδεση με άλλο σχοινί ή κεραία
γιατάκι, το : τουρκ. yatak : κλίνη, τόπος διαμονής, κατάλυμα
(απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται, «Θεσσαλονίκη Ι»)
γύρα, ο : χαλκάς, κολάρο
(της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα, «Οι γάτες των φορτηγών»)
διοσκορίνη, η : πολύ δηλητηριώδες αλκαλοειδές από τη διοσκορέα
ζουρνάλ της Μασκιρτσέφ : το δίτομο ημερολόγιο της Μαρί Μπασκιρτσέφ (Ρωσίδα συγγραφέας και ζωγράφος, 858-1884, γνωστή για τη σχέση της με το Γκυ ντε Μωπασάν)
καλάδα, η : βεν. calada : βύθισμα αλιευτικών διχτυών
καραμοσάλι, το : εκ του Τούρκου ναυάρχου του 14ου αιώνα. Καρά Μουσέλ : βαρύ αντικείμενο ποντισμένο με πλωτήρα στην επιφάνεια για την ευχερή αγκυρόδεση / είδος ιστιοφόρου που χρησιμοποιούσαν το 1821 / ο σύνδεσμος των αγκυρών, ο αμφιδέτης
(φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι, «Cambays Water»)
καρνάγιο, το  : μικρό ναυπηγείο
(πηχτό πούσι σκεπάζει τα καρνάγια «Στεριανή Ζάλη»)
καραντί, το : σκαμπανέβασμα του καραβιού, φουσκοθαλασσιά, κυματισμός του οποίου η αρχική αιτία μπορεί να εξέλιπε ή να μην είναι εμφανής
κάρτο, το, και κουάρτο, το : ιταλ. quarto:  το ένα τέταρτο (¼)
(είναι αλαφρύ για πιάσε το δε πάει ένα κουάρτο «Το Μαχαίρι»)
κοκό, το : η κοκαΐνη
(ακόμη λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό «Μαραμπού»)
κολαρίνα, η  : περιλαίμιο με ή χωρίς διακριτικά.
κορίδα,  η : αρένα για ταυρομαχία, ταυρομαχία
κούκος, ο : σκούφος 
κουίνα, η : αγγλ. queen : έκφραση των ναυτικών για τους ομοφυλόφιλους των λιμανιών
κρένι, το : γάλ. crane : γερανός περιστρεφόμενος, περιστροφικό βίντσι
(βλέπει κανείς πρωί πρωί στους ντόκους με τα κρένια «Goaliers»)
λαμαρίνα, η : βεν. lamarin : λεπτό μεταλλικό έλασμα / αρρώστια που προσβάλλει και τρελαίνει τις γάτες στα φορτηγά πλοία
(η λαμαρίνα η λαμαρίνα όλα τα σβήνει «Kuro Siwo»)
μαλαφράντζα, η : ιταλ. mal di Francia : η γαλλική αρρώστια, η σύφιλη
(τον πυρετό στους τροπικούς του Ρίο της μαλαφράντζα «Πικρία»)                      
μανούβρα, η: βεν. manovra : χειρισμός διεύθυνσης του σκάφους, συνήθως στα λιμάνια για τον κατάπλου ή τον απόπλου. 
(βγαίνουν αυτοί και κρίνουνε με πείσμα τις μανούβρες «Μαύρη Λίστα»)
μαραμπού : μεγάλο τροπικό πτηνό που ανήκει στα πελαγόμορφα
μαρέα, η : ιταλ. marea : παλίρροια
μάτε, το : ρόφημα που μοιάζει με τσάι στη Ν. Αμερική
μίλι, το: ναυτικό μίλι η απόσταση που αντιστοιχεί σε 1 πρώτο λεπτό της μοίρας γεωγραφικού μήκους και κυμαίνεται από 1.852 έως 1854 μέτρα, ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος που το μετράμε. Μέση τιμή 1.853 μέτρα.
μουλάτρα, η : μιγάδα, επιμειξία μαύρης και λευκής φυλής 
μουράγιο, το : βεν. muragia : η προκυμαία
(ας εκατέβαινε έστω μια στο βίρα στα μουράγια «Θεσσαλονίκη ΙΙ»)
μπάγκος, ο : ιταλ. banco : η ξέρα, ο ύφαλος
μπαλόνια, τα : βεν. balon : παραβλήματα σφαιρικά για την προστασία των πλαϊνών των πλοίων, είδος «στρωμάτσας»
μπάσσες, οι : αμπασσαδούρες, μπάσσες στεριές, χαμηλές τροπικές στεριές δύσκολα αναγνωρίσιμες από μακριά
(μπάσσες στεριές ήλιος πυρός και φοινικιές «Καραντί»)
μπίγα, η : ιταλ. biga : φορτωτήρας, γερανός
μπίντα, η : ιταλ. bitta : η δέστρα
μπουγάζι, το : τουρκ. bogaz : στενό μέρος θάλασσας μεταξύ δύο στενών, δίαυλος, κανάλι / η μπούκα, το στόμιο των ιχθυοτροφείων
(ζεστόν αέρα κατεβάζει το μπουγάζι «Cambays Water»)
μπουμπάρι, το : παραφουσκωμένο γεμιστό έντερο για φαγητό, κύλινδρος από τρίχες και σύρμα για την αύξηση του όγκου της γυναικείας κόμης
μπουνάτσα, η : βεν. bonazza : η νηνεμία, η γαλήνη.
μπουνατσάρω : γαληνεύω
ναύλος, ο : φορτίο πληρωμένο για μεταφορά / το αντίτιμο φόρτωσης ή μεταφοράς
(πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το νότο, «Kuro Siwo»)
Νορόνα πνιγμένος : ίσως το νησί της Βραζιλίας Fernando de Noronha στο ν. Ατλαντικό, ή ίσως ο κόμης του Νορόνα (Gaspar Maria de Nava Alvarez 1760-1815, Ισπανός στρατιωτικός και ποιητής που το 1782 εισέβαλλε στο Γιβραλτάρ)  
ντόκος, ο : αγγλ. dock: νηοδόχος, τμήμα εμπορικού λιμανιού μεταξύ του βασικου κρηπιδώματος και των προβλητών του / είδος υφάσματος
ντούγα, η : ιταλ. doga : σανίδα βαρελιού
οργυιά, η :  αγγλική μονάδα μήκους ίση με 1,83 μ.
(το κύμα η πλώρη εκέρδιζε οργιά με την οργιά «Θεσσαλονίκη»)
όρντινα : διαταγές, παραγγέλματα
(όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό «Καραντί»)
πότζι, το : ιταλ. poggia : ταλάντευση, υποστροφή του πλοίου
ράδα, η : ιταλ. rada : ανοικτό κι ευρύχωρο αγκυροβόλι, ανοικτός προλιμένας
ρέμα, το : υποθαλάσσια κίνηση της νερού, θαλάσσιο ρεύμα, η δύναμη του μετριέται σε κόμβους (μίλια ανά ώρα)
(θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα «Cambays Water»)
ρεστία, η: ιταλ. rastiare : ακανόνιστος (βουβός)  κυματισμός από θαλασσοταραχή που συνέβη σε απόσταση (αλλιώς αποθαλασσία ή Sewel), η ειδικότερη μορφή της αυτή της παλινδρόμηση του κύματος από την ακτή καλείται και «αντιμάμαλο» 
ρισάλτο, το : ιταλ. risalto : έφοδος, επίθεση πειρατών στο πλοίο
(ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρεσάλτο να βαρέσουν, «Εσμεράλδα»)
ρότα, η : ιταλ. rota : πορεία πλοίου
ρουφόλυμπες, οι : ρουφήχτρες
σαλαμάστρα, η : ιταλ. salmastra : πλέξιμο, σκοινί πλεγμένο
(πλέκω σαλαμάστρα τα μαλιά σου, «Πούσι»)
Σαμπάν, το: μικρό ποταμόπλοιο των κινεζικών ακτών, σκεπασμένο ώστε να χρησιμοποιείται σαν κατοικία
σκάντζα βάρδια, η : βεν. scansa la vardia! : αλλαγή βάρδιας
σινιάλο :  οπτικό (με σημαίες) ή ηχητικό (με συριγμούς) σήμα
σινιάλο του νερού : Είτε αναφέρεται στο άδειασμα των νερών της σεντίνας (διαμέρισμα κάτω από τα πανιόλα και πριν την εσωτερική επιφάνεια του κήτους) στην κατάλληλη απόσταση από το λιμάνι, είτε στην έπαρση της σημαίας W (αρχικό της λέξης Water) που σήμαινε τότε χρειάζομαι ιατρική βοήθεια (στο σύγχρονο κώδικα σημάτων το σήμα χρειάζομαι επείγουσα ιατρική βοήθεια δηλώνεται με συνδυασμό σημαιών που αρχίζουν πάντα με το τη σημαία    Μ, Medical)
σταβέντο, το : ιταλ. sottovento : απάνεμος, πλεύση σε απάνεμη πλευρά, η υπήνεμη πλευρά του πλοίου
στεριανή ζάλη: κατά κυριολεξία το αίσθημα ήπιας ναυτίας του ναυτικού όταν πατήσει στεριά μετά από πολυήμερη παραμονή στη θάλασσα
στιγματισμένα (μπράτσα) : σημαδεμένα με τατουάζ
σφυριξιά, η: η μία από αυτές δηλώνει δεξιά πορεία και συγκαταλέγεται στα ηχητικά σινιάλα
ταρσανάς, ο : τουρκ. tersane : ναύσταθμος, ναυπηγείο
τελώνια, τα : οι φωσφορισμοί που εμφανίζονται σε καιρό θύελλας στα άκρα σκοινιών και κεραιών / αερικά, στοιχειά
τραβέρσωμα, το : στροφή του πλοίου κόντρα προς τον άνεμο
Φάτα Μοργκάνα, η : βρετ. μυθ. Morgan LeFay, ιταλ. Fata Morgana : η διεστραμμένη μάγισσα αδελφή του βασιλιά Αρθούρου, στην ιστορία των Ιπποτών της στρογγυλής τραπέζης / μτφ. αντικατοπτρισμός στην επιφάνεια της θάλασσας, όταν το στρώμα του αέρα πάνω από το νερό είναι πιο ψυχρό απ’ ότι στα ψηλότερα στρώματα.
φιγούρα, η : ιταλ. figura : το ακρόπρωρο, ξόανο
(και στείλε τη φιγούρα μας στο πειρατή ρεγάλο, «ο λύχνος του Αλαδδίνου)
φυρονεριά, η : το τράβηγμα των νερών
(μπορεί να ΄ρθώ από τα πέλαγα με τη φυρονεριά «ΘεσσαλονίκηΙΙ»)
χρυσάφι στο μανίκι, το: τα χρυσά σειρίτια στο μανίκι των αξιωματικών  στο ύψος του καρπού υποδήλωναν  το βαθμό τους, ανάλογα με τον αριθμό τους από ένα έως τέσσερα. 
(Αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι «Θεσσαλονίκη»)
χαμώι, το : ισόγειο φτωχόσπιτο, χαμόσπιτο

Θ. ΕΝΟΤΗΤΑ :  Σε μέρη μακρινά
Άγρα : πόλη της Ινδίας, όπου ο ναός του Ταζ Μαχάλ
Άλμπορ : λιμάνι στη Β. Δανία
Ανάμ : πόλη της Ινδοκίνας (του σημερινού Βιετνάμ)
Fernando Po : το νησί Μπιόκο στον κόλπο της Γουϊνέας
Gabes : Λιμάνι Τυνησίας
Ραγκούν : πρωτεύουσα της Μπούρμα (Βιρμανίας), τώρα Μιανμάρ
Μαρκίζες : νησιά στον Ινδικό ωκεανό (Marquesas)
Port Pegassu : κόλπος στα Ν του νησιού Στιούαρτ στη Ν. Ζηλανδία
(κάτου στα νερά του Port Pegassu, βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή «Πούσι»)
Τοκοπίλλα : λιμάνι στη Χιλή
(βλαστημάει ο λοστρόμος τον καιρό και είναι αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα, «Πούσι»)
Εβρίδες : αρχιπέλαγος Δ της Σκωτίας
(έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί, χίλια μίλια πέρα απ’ τις Εβρίδες, «Πούσι»)
Cambay : ο κόλπος της Βομβάης
Ματαπάς : Το ακρωτήριο Ταίναρο (ν. Πελοπόννησος)
Μαζόρ : περιοχή της Ν. Ινδίας, γνωστή για τα παλάτια της.
Μπισκάγια, Bay of Bisky : Βισκαϊκός Κόλπος (μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας)
Nossi Be : νησάκι στη Μαδαγασκάρη (Ινδικς Ωκεανς)
(Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Be, πήρες το μαχαίρι δυό σελίνια, «Σταυρός του Νότου»)
Μαρακές : πόλη του Μαρόκου
Παραμέ : μικρή παραλιακή πόλη κοντά στη θάλασσα της Μάγχης
Σάντουν : επαρχία της Β. Κίνας στην κίτρινη θάλασσα
Σαργάσες :  Η θάλασσα των Σαργασσών είναι μια επιμήκης περιοχή (ανάμεσα στον 20ο και τον 35ο βόρειο παράλληλο και τον 30ο και 70ο δυτικό μεσημβρινό) στο μέσο του Β. Ατλαντικού Ωκεανού. Στα δυτικά της έχει το Ρεύμα του Κόλπου, Ανατολικά τω  Ρεύμα των Καναρίων και νότια το Ρεύμα του Ισημερινού. Περιβόητη και γεμάτη θρύλους για την άπνοια της και τις τεράστιες ποσότητες φυκιών (sargassum) που μαζεύονται και ακινητοποιούν τα ιστιοφόρα δεν έπαψε ποτέ να είναι ο φόβος και τρόμος των ναυτικών
(προτού κολλήσουμε για πάντα στις Σαργάσες, «Μαρέα») 
Μπατάβια : Η μεγαλύτερη εδαφικά περιοχή της σημερινής Ολανδίας
Λοφούτεν : Σύμπλεγμα νησιών κοντά στο Β. πόλο (67ος παράλληλος) γνωστά για τους θρύλους τους συνδεδεμένους μ’ αυτά.
Φιορδ Φόλντεν : Φιόρδ στη Δυτική Νορβηγία
Τζιμπουτί : Ανεξάρτητη  από το 1977  παραλία – Κράτος στην Ανατολική Αφρική πρώην Γαλλική Σομαλία
Κόλπος του Άντεν : Κόλπος ανάμεσα στην Υεμένη (νότια Αραβική Χερσόνησος) και τη Σομαλία στο κέρας της Αφρικής
Penang : Νησί στη Μαλαισία
Γέφυρα του Αδάμ : Ισθμός ουσιαστικά που δημιουργείται από συνεχόμενα νησιά και αβαθή στη ΝΑ Ινδία ανάμεσα στην Ινδία και τη Σρι Λάνκα.
Pamperos : Νότιοι ψυχροί άνεμοι στην Αργεντινή έντασης 60 knots.
Ξέρες του Ακορά : Κλειστός Κόλπος, Φάρος και Λιμάνι, που χαρακτηρίζεται από δύσκολη είσοδο λόγω αβαθών, στη Ν. Ζηλανδία
Mazagan : Λιμάνι του Μαρόκου
Κονακρί :  Ν. Γουϊνέα.       
Bomballa :  Ν. Νέα Ουαλία, Αυστραλία.    
Αλταμίρα : Ισπανία με γνωστό σπήλαιο
 

Πολύτιμα Βοηθήματα από τα οποία αντλήθηκαν στοιχεία :
1.      Γιώργος Τράπαλης, «Γλωσσάρι στο Έργο του Νίκου Καββαδία» Εκδόσεις Άγρα, 2010
2.      Παναγιώτης Στρούντζας, Ιστιοπλοία και Ναυτική Τέχνη, 2η Έκδοση, 2003 Πανελλήνιος Όμιλος Ιστιοπλοϊας Ανοικτής Θάλασσας
3.      Εγχειρίδιο Σχολής Ιστιοπλοϊας Ανοικτής Θάλασσας Ναυτικού Ομίλου Καβάλας (ΝΟΚ)
4.      Εγχειρίδιον Αρμενιστού, Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, Εκδόσεις Αρισ. Καρατζά, Αθήνα 1948 (Ανατύπωσις 1948, εκ της πρώτης εκδόσεως 1914). 
5.      Άρθρα και  δημοσιεύσεις στο διαδίκτυο (Wikipedia κλπ).

Σας ευχαριστώ όλους για την παρουσία σας απόψε εδώ και την προσοχή σας.      

Καβάλα Μάρτιος 2013
Δημοσθένης Ι. Βαρδαβούλιας.



[1] Παρουσιάστηκε στις 27-3-2013 στο Αμφιθέατρο του Μουσικού Σχολείου Δράμας στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργάνωσε η Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων ΠΕ Δράμας με τίτλο
«Νίκος Καββαδίας 100 + 3 χρόνια από τη γέννηση του»