Γαλήνη συνεσταλμένη
σ' αιχμηρές φωτοσκιάσεις καρτερώ,
ο κολασμένος..
Το μίτο της Αριάδνης
ξέπλεκο κουβάρι δίχως τελειωμό,
τον κρατώ ταραγμένος..
Διάρκεια της πέτρας, μακρόβια η ώρα,
ρηχή η ανάσα κι η πύρινη φλόγα
με τρίσβαθο άγγιγμα στο μαύρο κουρνιαχτό,
πέτρινο πρόσωπο, στο χάος κολυμπώ.
Πάθος αυτοφυές, ιερός εθισμός,
χείλη κρυσταλλωμένα και διαποτισμένα
φαρμάκι πικρό.
Σε σύννεφο σκηνικού της όπερας
για λίγο μπαίνω να κρυφτώ
με τα όπλα ζωσμένος..
Με μάγουλα ηλικίας παιδικής,
μπροστά στο πλήθος για να βγω
μασκαρεμένος..
Αρώματα φίνα σκορπούν οι βεντάλιες,
παράξενα εμπόδια, ψυχών εξαρθρώσεις,
της νίκης τα φτερά λικνίζονται απαλά,
ακολουθεί βουβά το εκκλησίασμα.
Τόπος γεωμετρικός, κύκλος τετράγωνος,
τα σταφύλια προσμένουν τον τρύγο
να γίνουνε μούστος γλυκός.
Μεθώ στο φως γυμνός,
τελευταίος γύρος,
τον κόσμο πυρπολώ
ο καταραμένος,
σιωπηρή ειρωνία, απογείωσης ναυτία,
η διάκριση λεπτή.
Τόνος ιπποτικός, δήθεν συμβολικός,
με απόχρωση εκτίμησης στην υποχρέωση
νάμαι καλός.
Στεργιόπουλος Γιάννης
Κατερίνη 31-8-2012