Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Τὸ ἄλογο-Δημήτρης Κοσμόπουλος

Στὸν Μιχάλη Γκανᾶ
Πάλι τὸ γνωστὸ ἄλογο, μαῦρο καὶ λαμπερό, στὸ μικρὸ πάρκο ἀπέναντι, τὴν ὥρα πού, ποιὸς ξέρει ἀπὸ ποιοὺς συμφωνημένο, ἔπαψαν νὰ περνοῦν, λυσσασμένα κύματα, τ᾿ αὐτοκίνητα.
Μὲ κοίταξε μασώντας τὰ πυκνὰ φύλλα τοῦ μεσημεριοῦ καὶ ἔνευε μὲ κινήματα περήφανά της κεφαλῆς του σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε: «Θυμᾶσαι;»
Τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι ἔβλεπα μία κατακόκκινη ἀνοιχτὴ πληγὴ στὴν ἀριστερή του παρειὰ καὶ σταγόνες αἷμα νὰ πέφτουν στὸ ταλαίπωρο χῶμα, πάνω σε σκουπίδια καὶ χαρτιά.
Ὅμως τὸ παράπονο τῆς ὑπομονῆς του παλληκαρίσιο, καυτὸ ὅπως ἡ μεσημεριανὴ ἀλκή. Μασώντας αὐτὰ τὰ ἀόρατα φύλλα, μπαίνει στὸν δρόμο κι ἀρχίζει νὰ τὸν διασχίζει ἀποφασιστικά, τὴν ὥρα ποὺ ξεχύνεται, οὐρλιάζοντας, ἡ αὔρα τῆς ἀστυνομίας.
Στὰ μάτια του σπιθίζουν δάκρυα σκληρά, διαμάντια. Κατὰ τὰ ἄλλα, ἀνέβηκα κι ἐγὼ στὸ λεωφορεῖο, μὲ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο, τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἄλογο σπάραζε κάτω ἀπ᾿ τοὺς τροχοὺς καὶ μὲ τὸ βλέμμα ἔψελνε τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία.
Αὔριο, ἴσως νὰ τὸ προλάβω.