της Μίνας Παπανικολάου
Ο Γιάννης Στεργιόπουλος γεννήθηκε το 1956 στο Λουτρό Ημαθίας, ένα χωριό στη μέση του μεγάλου Κάμπου που αγκαλιάζεται από δυο βουνά, το Πάικο και το Βέρμιο κι απ΄ το μεγάλο ποτάμι τον Αλιάκμονα.
Παιδικά χρόνια φτωχικά μα ευτυχισμένα. Μαθητικά και γυμνασιακά στο Κεφαλοχώρι, την Αλεξάνδρεια. Αν και με ιδιαίτερη κλίση στα φιλολογικά μαθήματα, το 1974 βρίσκεται κατ΄επιλογήν φοιτητής της Οδοντιατρικής Σχολής του ΑΠΘ. Ακολουθεί ο Στρατός, το ιατρείο στην Αλεξάνδρεια και αργότερα στο Καρλόβασι της Σάμου όπου διαμένει για πέντε χρόνια «παίρνοντας από κει τον Αιγαιοπελαγίτικο αέρα του υπέροχου νησιού», όπως λέει.
Από το 1992 έως και σήμερα ζει και εργάζεται στην Κατερίνη, κάτω από το επιβλητικό ίσκιο του Ολύμπου, ακουμπώντας στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Έχει μια οικογένεια αγαπημένη εδώ και τριάντα χρόνια, δύο κόρες και είναι πλέον παππούς μιας «πανέμορφης-πριγκήπισσας» εγγονής.
Η στιχουργική προέκυψε τυχαία, σαν πρόχειρο διαγώνισμα γραφής συναισθημάτων, σκέψεων, αποριών, αλλά προπαντός « σαν ψυχαγωγική άσκηση ψυχής», ισχυρίζεται. Στην αρχή δείλιασε να εκφραστεί αλλά συνέχισε με αποφασιστικότητα και πείσμα ή καλύτερα με αναίδεια.
Σήμερα, κοιτάζοντας τα γραπτά του που ο όγκος τους πλέον είναι τεράστιος, ανακαλύπτει πως τα αγαπάει πραγματικά και έχει την ανάγκη να τα δει να ταξιδεύουν.
« Βρίσκω όμορφο και σημαντικό, για μένα τουλάχιστον, αυτό το ταξίδι και ελπίζω το ίδιο για τους συνταξιδιώτες μου.
Γιάννης»
Το έργο του, αδημοσίευτο μέχρι στιγμής, χωρίζεται σε δύο μέρη.
Η μία ενότητα περιλαμβάνει τη στιχουργική και η άλλη ενότητα την ποίηση.
Ο ίδιος διατείνεται πως δεν είναι ποιητής ούτε στιχουργός. Επιμένει πως απλά καταθέτει τα αποστάγματα της σκέψης του στο χαρτί, όταν εικόνες και μνήμες , σαν ταινία περνούν μπροστά από τα μάτια του. Συχνά επηρεάζεται από έναν ήχο, ένα τραγούδι, μια μελωδία, μια λέξη. Ενθυμήματα άλλων εποχών που ξεπροβάλλουν μέσα από σκηνές θεατρικές, αίθουσες κινηματογραφικές, ταινίες
Διαχρονικά, δεν έχει εντοπιστεί πως ενεργοποιείται η έμπνευση. Πολλά έχουν λεχθεί γι΄ αυτήν μα σταματούν μπροστά στη μαγική στιγμή της «γέννας», της αποτύπωσης στο μέσο που την αναδεικνύει. Ο ίδιος ξαφνιάζεται όταν αυτό το «κάτι» τον συνεπαίρνει και τρομάζει όταν τον εγκαταλείπει προσωρινά.
Η θεματολογία του Γιάννη Στεργιόπουλου ποικίλει εντυπωσιακά, αν και οι πυλώνες ήταν πάντα σταθεροί.
Αγάπη
Μόνο εσύ κι εγώ
Έκρυψα πολύ βαθιά
μέσα στην καρδιά μου,
όσα απ' τ' όνειρά μου
φαίνονταν τρελά.
Έκλεισα με κλειδαριά
κάθε επιθυμία,
μα σε τρικυμία
βρίσκομαι ξανά.
Είχα φίλο τον καιρό,
συντροφιά μου εμένα,
τα πανιά δεμένα,
δίχως προορισμό.
Ηρθες σαν τον κεραυνό,
σαν την καταιγίδα,
στην κρυφή μου ελπίδα
π' άρχισε χορό.
Τόσα χρόνια η μοναξιά,
μόνη μου παρέα,
έμοιαζε ωραία,
μα όλα ακίνητα.
Αεράκι δροσερό
φύσηξε μια μέρα
κι όλα πήγαν πέρα,
μόνο εσύ κι εγώ.
Έρωτας
Ο ανήφορος του έρημου, του έρωτα
Τα αντικριστά τα σπίτια
καθισμένα στριμωχτά,
ένας δρόμος τα χωρίζει,
μα δεν κρύβει μυστικά.
Τα ανύπαντρα κορίτσια
περιμένουν στη σειρά,
για να βγάλουν εισιτήριο,
για ταξίδια μακρινά.
Οι στολές με τα σιρίτια
έχουν ξεθωριάσει πια,
μέσ' τους κύκλους τους καμένους,
ξαπλωτά αγάλματα.
Ξεκινάει σιγά τ' αγέρι
απ' τον κήπο τον παλιό,
η αυλαία πάλι ανοίγει,
το έργο ίδιο και γνωστό.
Είν' ο ανήφορος του έρημου,
του έρωτα, βουνό,
με βουβή φροντίδα η νύχτα
αγκαλιάζει τον καημό.
Αντιγόνη, Ιουλιέτα, Μάρθα,
πιάστε όλες το χορό,
μάλλον είναι ο τελευταίος,
ο σπασμός, πριν το χαμό.
Ρομαντικός ανεπανόρθωτα πια, χρησιμοποιεί τις λέξεις σαν μικρά πινέλα στην προσπάθειά του να αποδώσει όσο ευκρινέστερα μπορεί το βαθύτερο νόημα των σκέψεων, χρωματίζοντας τα βαθύτερα συναισθήματα με κάθε χρώμα της προσωπικής του παλέτας.
Θάνατος
Τέλος εποχής
Ήθελα μια μέρα να μπω στην αρχή,
δυνατός να γίνω, πάντοτε να δίνω,
κάποιος όμως μου είπε δεν είν' η στιγμή,
Τέλος εποχής, τα φτερά μου κλείνω.
Άλλη μέρα πάλι μέσα στη ζωή,
ήθελα μια αγάπη νάρθει να με πάρει,
όλα να τα δώσω, σώμα και ψυχή,
Τέλος εποχής, γέλασες με χάρη.
Πλέκω παραμύθια, πίσω μου τ' αφήνω,
λέω την αλήθεια, το κουβάρι λύνω,
στα τεφτέρια πούχω τη ζωή μου σβήνω,
εκτός εποχής πάντοτε θα μείνω.
Ζωή
Δεν είναι αργά
Κάποτε τα όνειρα κρύβαν τα βουνά,
ήτανε πολύχρωμα μάτια λαμπερά,
χτίζανε κάστρα, ένωναν καρδιές,
τρυφερές αγάπες καλοκαιρινές.
Τώρα πια τα όνειρα γίνανε βαριά,
σέρνουνε μαζί τους περιττά κιλά,
μπλέξαν με ορμόνες, πάθη κι εντολές,
ναρκωμένες έγνοιες καθημερινές.
Όταν φθάνει ο χρόνος νάναι αρχηγός,
πνίγεται η ανάσα, φεύγει ο ρυθμός.
Τότε πια τα όνειρα γίνονται καπνός,
μοιάζει η ζωή μου σκοτεινός βυθός.
Πιάσε μου το χέρι, μόνος δεν μπορώ,
να γυρίσω πίσω, πιο καλά να δω,
που να έχω αφήσει όπλα και καρδιά,
προλαβαίνω ακόμα, δεν είναι αργά.
Αποτολμά να καταπιαστεί με κάθε έκφανσή της κι αυτό είναι ζωή και ανάδειξη των ερεθισμάτων που τον παρασύρουν να «εκτεθεί».
Ελευθερία
Διαμάντια στα μάτια
Σπίτια γεμάτα εικόνες
πεσμένες, τσαλαπατημένες,
πικρά απομεινάρια της ζωής.
Χρόνια φευγάτα από μνήμες
σβησμένες, αποτραβηγμένες
στον κήπο ζαρώνουν της σιωπής.
Σαν διαμάντια στα μάτια
μέσα λάμπουν και τα φωτίζουν
κι απ' τη λάμψη αυτή
φωτιά ανάβουν και συνεχίζουν στα τυφλά.
Τα διαμάντια απ' τα μάτια
έρχονται επάνω και λαμπυρίζουν
με καυτά δάκρυα
να βάψουν επεισόδια μ' άσπρη μπογιά
Είναι σαφής και ξεκάθαρος στη στιχουργική του, συμβολικός και αφαιρετικός στην ποίησή του. Τεχνική δύσκολη σε κάθε περίπτωση που αγγίζει το χρόνο και το στόχο στα όριά του.
Μιλάει ξεκάθαρα κι αφουγκράζεται σαν παιδί τους ψιθύρους των κυμάτων, τις κραυγές των απεγνωσμένων, τη λαμπρότητα των συναισθημάτων των ερωτευμένων, την απογοήτευση των θλιμμένων.
Εκφράζεται ηρωικά διακείμενος προς το αύριο και τη μοίρα. Θέλει να την καθορίζει ατρόμητα με κάθε κόστος:
Το πέταγμα
Πριν απ' τον πυροβολισμό,
πριν από την σκανδάλη,
με τ' όπλο στην αγκάλη,
να σημαδεύω στο χορό.
Να σημαδεύω στο χορό,
που πρώτος το 'νε σέρνω,
τ' άσπρο μαντήλι παίρνω,
στο πέταγμα να κρατηθώ.
Στο πέταγμα να κρατηθώ,
τον ήλιο να τον φθάσω,
για να τον προσπεράσω,
να μ' έχει εμένα οδηγό.
Να μ' έχει εμένα οδηγό,
στον δρόμο το μεγάλο,
σημάδια για να βάλλω,
να τα 'χω για το γυρισμό.
Να τα 'χω για το γυρισμό,
σαν είναι να πεθάνω
και στο χορό επάνω,
μόνος να πυροβοληθώ.
Στην «Αληθινή Απολογία» με λόγια απλά και ρητά αγγίζει το απλησίαστο όνειρο εκείνο που από μακριά μόνο προσεγγίζει μέχρι χθες. Ανακαλύπτει πια τον τρόπο που τον λυτρώνει και δεν είναι άλλος από την παραδοχή του λάθους κατά τη λήψη της απόφασης της εγκατάλειψης. Η ενοχή του στην απολογία του διαφαίνεται από τον στίχο: « διάλεξα να ζω» αν και θάθελε να είναι όλα αλλιώς στη μετάνοια της αγαπημένης.
«..Σε ψάχνω απόψε μήπως μ΄ανταμώσεις
Έστω και λίγο από μακριά για να σε δω
Δεν θέλω, ούτε που μπορείς για να με σώσεις
Τέλειωσαν τα παζάρια κι οι εκπτώσεις
Την καταδίκη μου βουβά θ΄ αποδεχθώ
Για όλα ένοχος μονάχα είμαι εγώ.
Μεσ’ των ονείρων τις κατασκηνώσεις
Μαζί σου έφθασα
Και διάλεξα να ζω..» (απόσπασμα)
Στο ποίημα « Θέλω νάρθει κάποια μέρα» συναντά ονειρικά την επιστροφή της. Το ασυνείδητο αποτυπώνει στο ενσυνείδητο εικόνες ελπιδοφόρες. Θα έλεγα: τρόπος να κρατηθείς; Έστω..
«..Ξέρω
Θάρθει κάποια ώρα
Που δεν θάχεις να σταθείς
Κι όπως θάσαι πληγωμένη
Θάρθεις για να γιατρευτείς.
Θέλω νάρθει κάποια μέρα
Να πονέσεις, να χαθείς
Κι όπως θα γυρνάς χαμένη
Νάρθεις πίσω να με βρεις..» (απόσπασμα)
Στο ποίημα «Όταν ήμουνα μικρό παιδί» ως επίμετρο ζωής, σε έξι στροφές, περικλείει όλα όσα τον οδήγησαν ως εδώ ή καλύτερα, τα οδήγησε καθώς απ’ όλο του το έργο είναι ξεκάθαρο πως είναι ο ίδιος και ήταν πάντα ο οδηγός κι ο αποκλειστικός υπεύθυνος κάθε διαδρομής στον κόσμο .
«…Όταν ήμουν μικρό παιδί
Πριν ενάμιση εκατομμύριο χρόνια
Τα σημάδια τα μαύρα στην ψυχή
Τα σκεπάζαν κοντά παντελόνια…
……………
Απολαμβάνω τις σκιές
Από κορμούς δένδρων παλιών ξεφλουδισμένων
Και σε θεόρατες οθόνες μαγικές
Μεταμφιέζω τις στιγμές π΄ ακόμα μένουν.» (απόσπασμα)
Νομίζω πως η ποιητική του δεινότητα διαφαίνεται σ΄ ένα πρόσφατο ποίημά του, το οποίο ξεχώρισα και είναι ο λόγος που επανέρχομαι με συμπληρωμένο άρθρο. Εδώ οι εικόνες και τα συναισθήματα είναι ξεκάθαρα καθώς σαφής και ξεκάθαρη είναι η αφήγηση, η απογοήτευση, η θλίψη, η παραδοχή, η απώλεια. Ποίηση, όπως μόνο το γνήσιο συναίσθημα μπορεί να αποτυπώνει:
Άδεια απογεύματα
Το σημείο της εκκίνησης
δεν είναι πάντα σταθερό,
προηγείται το διάστημα
που σηκώνεις τον σταυρό.
Το βιβλίο της αφύπνισης
δεν είναι πάντα ανοιχτό,
θέλει τόλμη και ανάστημα
και το άλμα το σωστό.
Τα χαμόγελα προσωρινά,
ξαφνιασμένη πως μένει η καρδιά
κι η γοργή εισπνοή ακουμπά
όνειρα ακυβέρνητα.
Το ηχείο της ταπείνωσης
νεκρωμένο και βουβό,
στης ζωής σου το κατάστημα
που το άφησες κλειστό.
Το μνημείο της τελείωσης
όσων έχτιζες καιρό
και πουλούσες με παράστημα,
τώρα στέκεται μισό.
Τα χαμόγελα, τα πέτρινα,
ξαπλωμένη στη γη η καρδιά
κι η αργή μουσική ακουμπά,
άδεια απογεύματα.
Κλείνοντας στη «Σίγουρη Πορεία» του, κάθε αμφιβολία, αγωνία ή πόθος επαναπροσδιορίζεται. Είναι αποφασισμένος:
«Κι αν η πατρίδα όλη
Μια εξορία
Είχε την τρέλα στα μαλλιά
Θα έχτιζε ξανά στην ίδια ενορία
Κείνα τα σπίτια τα μικρά» (απόσπασμα)
Όλα, μα όλα εμπεριέχονται στο έργο του.
Κι είναι αρκετά μεγάλος ο όγκος της δουλειάς του, τόσο που είναι καιρός να συγκεντρωθεί σε μία ή καλύτερα δύο -μια ποιητική και μια στιχουργική- συλλογές.
Με τη ευχή να είναι τούτο εδώ ένα έναυσμα προς αυτή την κατεύθυνση, εύχομαι να συναντηθούμε ξανά μέσα από την παρουσίαση, στο αναγνωστικό κοινό κι όχι μόνο, της αξιόλογης δουλειάς του.
Μίνα Παπανικολάου
Κατερίνη
Ιούλιος 2011
Στριφογυρνάς εκεί ψηλά
κι ακτινοβολείς στο σύμπαν
κι όλα αρχίζουν να μοιάζουν αλλιώς
έτσι είναι η αγάπη ουράνιο τόξο
στου ουρανού το πέτο
Γίνεσαι αέρας καθαρός
ήλιος φωτεινός
ουρανός πιό γαλανός
κι η αγάπη μας διαυγές ποτάμι
Β
Μαζεύω χρυσή σκόνη
απ'τα αλαργινά αστέρια
τη φέρνω στην αυλή σου
δώρο στην ποίησή σου
και τη σκορπώ
στα δυό σου χέρια