Μαύρη νυχτιά. Μαυρίλα καταχνιά σκεπάζει
βουβές σκιές κρυμμένες κατ’ από το μνήμα.
Και μόνο με στριγκλιές τ’ αγριοπούλι κράζει
να βγει από τον τάφο η νεκρή να ειδή το θύμα.
Μαύρη και σκοτεινή νυχτιά, όλοι οι νεκροί ησυχάζουν
τάχα μες τη γαλήνη τους σε στοχασμό να βάζουν
πώς είναι εκεί, πάνω στη γη άνθρωποι που σπαράζουν;
Και να! Σπρωγμένος απ’ της τρέλας του τον πόνο
πηδά ο τρελός τη μάντρα με μανία.
Γιατί είν’ διωγμένος απ’ τη γη που ξερε μόνο
να τον κερνά με αιώνια αδικία.
Σκοντάφτει, πέφτει σ’ ένα μνήμα και σκυμμένος
σκάβει γελώντας με τα χέρια του το χώμα,
για να ξεθάψει μια νεκρή, νεκρός θαμμένος
μέσ’ στο τρελό κουφάρι του που ζει ακόμα.
Γελά ο τρελός κι αντιβοά το κάθε μνήμα
μεριάζει η πλάκα, οι βρικόλακες ξυπνούν.
Τρελέ, γιατί τους ξύπνησες; Δεν είναι κρίμα;
Δεν βλέπεις τάχα πως τώρα μαζί σου γελούν;
Γελά ο τρελός, γελά και μόνο κείνη κράζει
θωρεί τη νύμφη, στο θολό του λογικό!
Τα χέρια απλώνει – Έλεος ουρλιάζει
βρικόλακες τον ζώνουν, τον πιάνει πανικός.
Τρέχει ο τρελός μέσα στην έρμη πολιτεία
που κι οι βρικόλακες τον διώχνουν σαν σκυλί.
Βογγάει και σαν τυφλός σκοντάφτει στα μνημεία
σωριάζεται, αφριάζει, το θεό απειλεί.
Σκελετωμένος, φρικιασμένος από πόνο
αργοπεθαίνει μα αυτός γελά γελά…
-Σε σε απλώνω τα φτερά μου μόνο
να με δεχτείς, σιγά παραμιλά.
Τ’ όνειρο έρχεται. Καλπάζει καβαλάρης
σε φτερωτάλογο απ’ τους μαύρους ουρανούς.
Μη ψιθυρίζει, κι ύστερα σβηέται, πεθαίνει
φεύγει και χάνεται, αφήνει βάσανα, καημούς.
Επίλογος
Μην βεβηλώνεις συ θνητέ, τον ιερό τον τόπο
που μόνο χώμα απόμεινε και πέτρινος σταυρός.
Δεν ζουν αυτοί όπως εσείς. Έχουν δικό τους τρόπο
που τους τον χάρισε ο Θεός γι’ αυτό δεν είν’ σκληρός.
Κοιμώνται οι νεκροί στου τάφου τη γαλήνη.
Μην τους ταράζεις συ θνητέ την τόση αρμονία.
Φθάνουν τα τόσα πουπαθαν απ’ την κακιά εκείνης
της άπονης, της άχαρης, της δούλας κοινωνίας…!