Η
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ Ν.Π. ΚΑΡΥΔΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ (ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2018)
της ΜΙΝΑΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
Κι
ύστερα μου μιλάς για καλοκαίρια
Κι
ύστερα για μια Άνοιξη μιλάς…
Πώς να
στολίσω τα νερά;
(Τραγούδι του ΝΕΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ)
(Τραγούδι του ΝΕΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ)
[..]
Πώς να μιλήσω για τον Νίκο
Καρύδη, τον συνδημιουργό μου, τον συνομιλητή μου, τον Ποιητή;
Η απόδοση τιμής ως προς τη
μνήμη του δεν είναι δυνατόν να με αφορά διότι τον «γνώρισα» εν ζωή καθώς ο
λόγος του ήταν και είναι ζωντανός. Δεν θα έγραφα εάν δεν υπήρχε. Όταν
πρωτοδιάβασα στο ψυχρό κατά λοιπά διαδίκτυο ένα ποίημά του, τον αναζήτησα
ζώντα. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως το ποίημά του είχε γραφτεί 40 χρόνια πριν.
Αυτό αποδεικνύει τη διαχρονικότητα του μεστού λόγου, του καλοζυγισμένου από
τεχνικής άποψης πονήματος, το σεβασμό στην ελληνική γλώσσα, την κατάρτισή του.
Διότι τίποτα κενό δεν παραμένει ζωντανό, παρά εξαϋλώνεται.
Ο Νίκος Καρύδης ενδοσκοπεί
μονίμως , καταβυθίζεται ενσυνείδητα όχι στα νοήματα των λέξεων (αυτά τα κατέχει
λόγω ιδιότητας και φυσικής ροπής), αλλά στην απάντηση κάθε υπαρξιακού
ερωτήματος που ταλανίζει τον άνθρωπο. Γοητεύεται από τη διαδικασία αυτή καθώς
ανακαλύπτει τον έσω εαυτό, αναγνωρίζοντας τις δυνατότητες και θέτοντας τελικά
τα όρια του βίου του.
«Τίποτα άλλο δεν έπραξα
από το να σκέφτομαι την ουσία μου
[..]
«Πορεύομαι προς την Ιθάκη
Όμως δεν είμαι ο Οδυσσέας.
Αδιάφορο αν θα φτάσω εκεί.
Θα περάσει καιρός πολύς για να πω:
Τον δρόμον τετέλευκα*» Ν.Κ. (1971)
Δεν βιάζεται κατά την εναγώνια
αυτή πορεία. Μελετά, αναζητά, στροβιλίζεται σε δίνες, ρισκάρει προκαλώντας το
«θάνατο εκ του έρωτος».
«Θάνατος η μαχαιριά του ματιού μου
στην ακινησία του Αυγούστου» Ν.Κ. (1976)
ή
«Την αγάπη μου λέει τη βρήκαν περιττή
Και τη σκότωσαν στην άκρη του ματιού μου» Ν.Κ. (1976)
Η συντριβή του λοιπόν
δεδομένη, από έρωτα. Η συντριβή τους προδιαγεγραμμένη καθώς ο συμβιβασμός και η
φυσική συστολή απέτρεψε την κραταιά τελική νίκη εκείνη που αγιάζει και
ιερουργεί στα σώματα.
Ο ποιητής, δεν ξεφεύγει από την θεματολογία
που όλοι όσοι κι όσες συγγράφουν, περιστρέφονται. Πατρίδα, φιλία, τόπος, έρωτας,
θάνατος..
Το 1971, έτος σταθμός
στη γραφή του, τον στρέφει από τον έμμετρο
λόγο στον ελεύθερο στίχο, 47 χρόνια πριν!!! Στις αρχές του 1971,
προκαλώντας την τύχη του, θεωρεί τα πάντα ανούσια, ανιαρά. Ανησυχεί μήπως χαθεί
στα απαίσια, όπως λέει. Ψάχνει εναγωνίως την ουσία της ζωής.. Δεν είναι εδώ ή
εκεί, λέει.. «Κάπου αλλού έχει αφήσει τον εαυτό του. Σε μια αποσύνθεση που δεν
θυμάται πότε άρχισε!!
Δεν είμαι
σε απαλά αρπίσματα
της μελίφθογγης κιθάρας εγώ.
Ούτε στο συσπασμένο πρόσωπο
που ο ήχος παραλλάζει
αναγκάζοντάς το να τραγουδήσει..
Δεν είμαι εγώ στον καθρέφτη μπροστά
με το προσποιητό χαμόγελο..
Ούτε στο γέλιο που βγαίνει μόνο
από χείλη δυσκολογέλαστα..
Δεν είμαι εκεί
αλλού κάπου έχω αφήσει τον εαυτό μου.
Ίσως σε ένα όνειρο εφηβείας
ανεκπλήρωτο..
Ίσως σε κάποια αποσύνθεση
που δεν θυμάμαι πότε άρχισε... Ν. Κ. (1971)
της μελίφθογγης κιθάρας εγώ.
Ούτε στο συσπασμένο πρόσωπο
που ο ήχος παραλλάζει
αναγκάζοντάς το να τραγουδήσει..
Δεν είμαι εγώ στον καθρέφτη μπροστά
με το προσποιητό χαμόγελο..
Ούτε στο γέλιο που βγαίνει μόνο
από χείλη δυσκολογέλαστα..
Δεν είμαι εκεί
αλλού κάπου έχω αφήσει τον εαυτό μου.
Ίσως σε ένα όνειρο εφηβείας
ανεκπλήρωτο..
Ίσως σε κάποια αποσύνθεση
που δεν θυμάμαι πότε άρχισε... Ν. Κ. (1971)
Και αναμένει το ΝΟΗΜΑ!
Το νόημα έρχεται μήνες αργότερα όταν ο ποιητής
ελευθερώνεται ξαφνικά. Η πένα ως προέκταση της ψυχής του, ρέει, συνεχώς ρέει
συναισθήματα, εικόνες, δάκρυα που δεν κύλησαν στο πρόσωπο, τινάζει τη σκόνη της
ψυχής κι αφήνεται, στα χέρια της Μοίρας που προκάλεσε. Κι εκείνη άκουσε, τον
άκουσε. Η γραφή του μετατρέπεται σε ύμνο κάποιας θαυμάσιας τελετουργίας!
«Προσπαθώ να γράψω κάτι.
Να αρχίσω απ΄ τα μάτια σου;
Με τυφλώνουν
Απ΄τη σκέψη σου;
Με ζαλίζει
Απ΄τον πόνο σου;
Με πληγώνει
Όλα έρχονται και φεύγουν
Όλα συνταιριάζουν και αναλύονται
Και στο τέλος δε γράφω.
Γιατί δεν μ΄ αφήνεις να γράψω;» ΝΚ (1971)
Όταν η πραγματικότητα τον
ξεπερνά, θαλερά αποκρίνεται στον ίδιο του τον εαυτό και παραδέχεται την υπέροχη
ήττα του:
«Νιώθω
λυγμός που ποτέ δεν ξέσπασε!»
Μη, φτάνει πια, δεν τα μπορώ άλλο
Τα μάτια σου, να ερευνούν την μελαγχολία μου
Να μπήγονται μαχαίρια στης ψυχής μου τη σκέψη
Να με σκιάζουν με τη θανατερή τους γυαλάδα
Μη, κάρφωσέ τα στο άπειρο, φώτισε τα σκότη
Ανάστησε τους βρικόλακες της άρνησης
Ζέστανε τα νεκρά αστέρια
Κυλίσου, απλώσου, αγκάλιασε τον άπειρο κόσμο
Γίνε πνεύμα, λάμψη, θάμπος, μέγα αστέρι
Εκεί θα συναντηθεί η ατονία μου με τη λάμψη σου...
Τα μάτια σου, να ερευνούν την μελαγχολία μου
Να μπήγονται μαχαίρια στης ψυχής μου τη σκέψη
Να με σκιάζουν με τη θανατερή τους γυαλάδα
Μη, κάρφωσέ τα στο άπειρο, φώτισε τα σκότη
Ανάστησε τους βρικόλακες της άρνησης
Ζέστανε τα νεκρά αστέρια
Κυλίσου, απλώσου, αγκάλιασε τον άπειρο κόσμο
Γίνε πνεύμα, λάμψη, θάμπος, μέγα αστέρι
Εκεί θα συναντηθεί η ατονία μου με τη λάμψη σου...
Εκεί, στο επέκεινα συναντηθήκαμε λοιπόν. Στην άκρη των
καιρών, στις ρωγμές του συμπαντικού χρόνου, χωρίς ονόματα, μορφή, ύλη. Εκεί
όπου κανείς και τίποτε δεν θα μπορέσει ποτέ να συνυπάρξει δίχως αμοιβαία
συναίνεση. Διότι ο παράξενος άνθρωπος Νίκος Καρύδης, μπορεί να κατοικεί στις
αιώνιες φλέβες εκλεκτικών συγγενειών.
Αναζητήστε τον στη γραφή του. Είναι καταδεκτικός, απλός,
λιτός, γήινος και ουράνιος. Θα σας δεχθεί χαμογελώντας ανοιχτόκαρδα και
κοιτώντας σας ευθέως στο βάθος των ματιών σας.
Αιωνία σου η ανάμνηση!!
ΜΙΝΑ
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΛΕΥΚΑΔΑ 3 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018